Η αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα και η ενίσχυση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας αποτελούν, κατά τη γνωστή δεξαμενή σκέψης Bruegel, τη «Συνολική προσέγγιση για την κρίση χρέους στην ευρωζώνη».
Τη σχετική έκθεση παρουσίασαν σήμερα σε δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες, ο Διευθύνων σύμβουλος του Bruegel, Ζαν Πιζανί Φερί, ο Αντρέ Σαπίρ (οικονομικός σύμβουλος του Προέδρου της Επιτροπής Ζοζέ Μπαρόζο και καθηγητής οικονομικών επιστημών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών) και ο οικονομολόγος Ζολτ Ντάρβας.
Η έκθεση επισημαίνει ότι τα μέτρα που έλαβε η ΕΕ από την αρχή της κρίσης στην ευρωζώνη (τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, την παροχή πακέτου οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα και την Ιρλανδία, τα αυστηρά προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζουν οι χώρες και τις προσπάθειες της ΕΚΤ να βοηθήσει τις οικονομίες της ευρωζώνης με ενέσεις ρευστότητας) δεν έχουν αποκαταστήσει το κλίμα εμπιστοσύνης στις αγορές. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει ότι στις αρχές Φεβρουαρίου τα δεκαετή ομόλογα που εξέδωσαν η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία παρουσίασαν υψηλότερα spreads συγκριτικά με τον Απρίλιο του 2010, πριν δηλαδή τεθούν σε εφαρμογή τα μέτρα διάσωσης.
Ωστόσο, σύμφωνα με το Bruegel, η ελληνική κρίση είναι διαφορετική από εκείνη στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Πρώτον, διότι το ελληνικό χρέος προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την κακή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Δεύτερον, διότι το ελληνικό δημόσιο χρέος αναμένεται να φθάσει το 150% το 2011 και να συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια και σύμφωνα με το Bruegel η Ελλάδα βρίσκεται «σαφώς στο χείλος της δημοσιονομικής αφερεγγυότητας». Τρίτον, διότι τα επίπεδα του δημοσίου χρέους στις υπόλοιπες περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης είναι περισσότερο διαχειρίσιμα (αφού το 2011 θα παραμείνουν κάτω από 70%, 90% και 110% του ΑΕΠ στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία αντίστοιχα).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Bruegel, σημασία δεν έχει μόνο το μέγεθος της δημοσιονομικής προσπάθειας. «Ο δείκτης κλειδί» για να αξιολογήσει κάποιος τη δημοσιονομική φερεγγυότητα μιας χώρας είναι το μέγεθος του πρωτογενούς πλεονάσματος του προϋπολογισμού που χρειάζεται να διατηρηθεί για κάποια χρόνια, ώστε να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα και σταδιακά η επιστροφή του δημοσίου χρέους σε ασφαλή επίπεδα, επισημαίνει το Bruegel.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, το Bruegel εκτιμά ότι ακόμη και με το πλέον αισιόδοξο σενάριο, για να μειωθεί, σε είκοσι χρόνια, το ελληνικό δημόσιο χρέος στο όριο του 60% του ΑΕΠ, το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να διατηρηθεί, από το 2014 έως το 2034, στο 8,4% του ΑΕΠ.
Επιπλέον, υπό την προϋπόθεση ότι θα βελτιωθούν οι όροι δανεισμού της Ελλάδας (30ετής αποπληρωμή και μείωση του επιτοκίου στο 3,5%) και ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα δύναται να αγοράσει όλα τα ομόλογα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πρέπει το πρωτογενές πλεόνασμα να διατηρηθεί στο 6% του ΑΕΠ, προκειμένου να επιτευχθεί μείωση του δημόσιου χρέους στο 60% του ΑΕΠ μετά από είκοσι χρόνια.
Το Βruegel εκτιμά ότι αυτό είναι αδύνατο, καθώς όπως επισημαίνει, η εμπειρία των τελευταίων πενήντα ετών απέδειξε ότι καμία χώρα μέλος του ΟΟΣΑ (εκτός από τη Νορβηγία, λόγω πετρελαίου) δεν έχει καταφέρει να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 6% του ΑΕΠ.
Επομένως, το Bruegel καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει καταστεί δημοσιονομικώς αφερέγγυα και ότι ο περαιτέρω δανεισμός της, χωρίς μία σημαντική μείωση του χρέους της, δεν αποτελεί βιώσιμη στρατηγική. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο και για την Ιρλανδία, επισημαίνει το Bruegel, η οποία αν συνεχίσει να εφαρμόζει το αυστηρό πρόγραμμα δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, φαίνεται πως θα είναι σε θέση, με βάση την ιστορική εμπειρία, να διατηρήσει το δημόσιο χρέος της σε βιώσιμο επίπεδο.
Συνεχίζοντας, το Bruegel καταλήγει ότι η σημερινή προσέγγιση της ΕΕ που συνίσταται στο «περιμένουμε να δούμε» και «όχι πτώχευση τώρα, αλλά πιθανή μη εξόφληση των ομολόγων που θα εκδοθούν μετά το 2013» είναι μη συνεκτική και αξιόπιστη. Σύμφωνα με το Bruegel, αν η τάση αυτή συνεχιστεί, μέχρι το 2012 οι αγορές θα δημιουργούν προβλήματα στα κράτη που αντιμετωπίζουν δυσκολίες για να δανειστούν και μετά το 2013 η ελληνική κυβέρνηση δεν θα είναι σε θέση να εκδίδει ομόλογα. Ωστόσο, οι εταίροι της Ελλάδας στην ευρωζώνη πολύ πιο δύσκολα θα δέχονταν ένα δεύτερο πρόγραμμα δανεισμού για την Ελλάδα, το 2013, από ότι την πρώτη φορά.
Βάσει όλων αυτών, το Bruegel εκτιμά ότι σε είκοσι χρόνια η Ελλάδα θα καταφέρει να μειώσει το δημόσιο χρέος της στο 60% του ΑΕΠ, μόνο αν σήμερα προχωρήσει σε μείωση του χρέους της κατά 30%.
Καταλήγοντας, το Bruegel προτείνει μία συνολική προσέγγιση στο πρόβλημα χρέους της ευρωζώνης που βασίζεται σε τρία στάδια: Στην εξεύρεση μίας μεθόδου για να μειωθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος, σε ένα σχέδιο για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και σε μία στρατηγική για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας.
Ως προς τη μείωση του ελληνικού χρέους, το Bruegel προτείνει ότι πρέπει να γίνει τώρα και όχι αργότερα και πως θα ήταν λιγότερο οικονομικά επώδυνο, η μείωση αυτή να επιτευχθεί μέσω «εθελοντικών ανταλλαγών». Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) να αποκτήσει τις απαραίτητες αρμοδιότητες και τα χρηματοδοτικά μέσα, τονίζει το Bruegel και υπογραμμίζει ότι «Αυτή η απόφαση πρέπει να ληφθεί από τους ηγέτες της ευρωζώνης, κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου, ως μέρος της συνολικής λύσης – πακέτο για την αντιμετώπιση της κρίσης». Επίσης, το Bruegel τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ θα πρέπει να αξιολογήσουν, από κοινού, το επίπεδο της μείωσης του χρέους που είναι απαραίτητο.
Το δεύτερο συστατικό της λύσης, για το Bruegel, είναι η εξυγίανση των τραπεζών, όπου αυτή χρειάζεται και μάλιστα ταυτόχρονα σε όλη την ευρωζώνη, με βάση τα αποτελέσματα αξιόπιστων και «αυστηρών τεστ αντοχής» που θα διεξαχθούν με τη συνδρομή και του ΔΝΤ.
Το τρίτο στάδιο της λύσης αφορά την ενίσχυση της προσαρμογής και της ανάπτυξης στις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης, όχι μόνο μέσω της δημοσιονομικής λιτότητας και των μέτρων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, αλλά και μέσω της καλύτερης αξιοποίησης των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων.