Ενα νέο ντοκιμαντέρ της σειράς Panorama του BBC με τίτλο «Dying for a Bargain» («Πεθαίνοντας για μια καλή αγορά») διερευνά τις συνθήκες μαζικής παραγωγής ρούχων στις βιομηχανίες του Μπανγκλαντές, φέρνοντας στο φως συνταρακτικές λεπτομέρειες για συνθήκες «εργασίας» που δεν απέχουν από την σκλαβιά.
Ο δημοσιογράφος Ρίτσαρντ Μπίλσον βρέθηκε στο Μπανγκλαντές για να ανακαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει εκεί. Επισκέφθηκε το εργοστάσιο της Ha Meem Sportswear, η οποία φημολογείται ότι εξαναγκάζει τους εργάτες να δουλεύουν 19 ώρες τη μέρα. Την πρώτη φορά μυστικά, οπότε και διαπίστωσε ότι οι εργάτες πράγματι δουλεύουν από τις επτά το πρωί μέχρι τις δύο το βράδυ, ενώ τα βράδια οι πόρτες της βιομηχανίας κλειδώνουν ώστε να μην μπορεί να δραπετεύσει κανείς. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι το εργοστάσιο είχε πιάσει φωτιά στο παρελθόν. Μετά το πέρας της απάνθρωπης βάρδιας, οι εργάτες, εξαντλημένοι σωματικά και ψυχικά, γυρίζουν στα σπίτια τους «πλουσιότεροι» κατά μόλις δύο δολάρια.
Τη δεύτερη φορά επισκέφθηκε το εργοστάσιο ως δήθεν εκπρόσωπος μιας βρετανικής εταιρείας ρούχων. Ο διευθυντής τον ξενάγησε στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου και τον διαβεβαίωσε ότι το εργοστάσιο κλείνει στις πεντέμισι το απόγευμα και ότι οι πόρτες παραμένουν ανοιχτές καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του.
Τα έγγραφα με τις βάρδιες των εργατών, τα οποία του έδωσαν για να πιστοποιήσουν τα λεγόμενα τους, διέφεραν φυσικά πολύ από τα όσα διαπίστωσε ο ίδιος παρακολουθώντας βράδυ το εργοστάσιο. «Έδειχναν πολύ πειστικά. Αν δεν το είχα δει με τα μάτια μου, δεν θα μπορούσα να γνωρίζω ότι οι εργάτες εξαναγκάζονται να δουλεύουν τόσες πολλές ώρες», λέει ο Μπίλσον.
«Πολλά εργοστάσια αποκρύπτουν την αλήθεια σχετικά με τις ώρες εργασίας από τα δυτικές αλυσίδες ρούχων με τις οποίες συνεργάζονται», δηλώνει στο BBC ο Καλπόνα Άκτερ από το Κέντρο Εργατικής Αλληλεγγύης στο Μπανγκλαντές. «Οι ιδιοκτήτες κρατούν δύο διαφορετικά βιβλία, ένα που παρουσιάζουν στους ξένους επενδυτές και ένα που δείχνουν στους εργάτες. Οι έλεγχοι που υπαινίσσονται πως κάνουν οι ξένες εταιρείες δεν έχουν πρακτική εφαρμογή».
Η Ha Meem αρνήθηκε ότι οι εργάτες της εξαναγκάζονταν να δουλεύουν 19 συνεχόμενες ώρες και ισχυρίστηκε ότι υπήρχε μια δεύτερη είσοδος στο εργοστάσιο, η οποία έμενε πάντα ανοιχτή. Όσον αφορά μία πληροφορία ότι ξέσπασε πυρκαγιά και παραλίγο να καούν ζωντανοί εκατοντάδες εργαζόμενοι-σκλάβοι, ανακοίνωσε ότι επρόκειτο απλά για «λίγο καπνό». Ακόμα υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί του Βρετανού ρεπόρτερ σχετικά με τις βάρδιες ήταν «αναληθείς και αβάσιμοι» και ότι αυτές «δεν παραβίαζαν τα ανθρώπινα δικαιώματα των εργατών».
Στη συνέχεια, ο Ρίτσαρντ Μπίλσον επισκέφθηκε και άλλες βιομηχανίες που συνεργάζονται με δυτικές αλυσίδες, όπως για παράδειγμα η Tazreen Fashions. Το κτίριο της στα προάστια της Ντάκα ήταν ένα ερείπιο και έφερε σημάδια από πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει πέρσι το Νοέμβριο, σκοτώνοντας περισσότερους από εκατό εργαζομένους.
Η βρετανική εταιρεία Edinburgh Woolen Mill, με την οποία συνεργάζεται η Tazreen Fashions, κατηγορήθηκε ότι αρνείται να πληρώσει αποζημιώσεις στις οικογένειες των νεκρών. Εκπρόσωπος της εταιρίας ισχυρίστηκε ότι τα δείγματα και τα ελαττωματικά προϊόντα που ήταν αποθηκευμένα στις εγκαταστάσεις της Tazreen, βρέθηκαν εκεί χωρίς δική τους γνώση ή εξουσιοδότηση. Ωστόσο, μετά από εκτεταμένη έρευνα του BBC ήρθαν στο φως έγγραφα με κωδικούς και αναλυτικές περιγραφές προϊόντων που πωλούνται στα καταστήματα της Edinburgh Woolen Mill, πιστοποιώντας τη συνεργασία των δύο εταιριών. Το γεγονός αυτό επιβεβαίωσαν και πρώην εργαζόμενοι της Tarzeen Fashions, η οποία, όμως, αρνήθηκε τα πάντα.
«Στο Μπανγκλαντές είδα την βιομηχανία να μεταμορφώνει έναν λαό, παρέχοντας χρήματα και θέσεις εργασίας για εκατομμύρια ανθρώπους. Πράγματι τα περισσότερα εργοστάσια είναι ασφαλή και σύγχρονα. Ωστόσο εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συνεχίζουν να εργάζονται σε επικίνδυνες και παράνομες συνθήκες, παράγοντας ρούχα για τα καταστήματα μαζικής κατανάλωσης στη Δύση», καταλήγει στο ρεπορτάζ του ο Μπίλσον.