Θετικότατη εμφανίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε έκθεσή της για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας και των επιχειρήσεων, με τελικό συμπέρασμα το ότι η χώρα μας σταδιακά μετεξελίσσεται από Οικονομία εθισμένη μόνον στην κατανάλωση σε Οικονομία με προτεραιότητα στις επενδύσεις και τις εξαγωγικές δραστηριότητες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένα καίρια σημεία, το συμπερασματικό κομμάτι της εν λόγω έκθεσης διαφοροποιείται από την επίσημη άποψη του ΔΝΤ και δη και της Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία επιμένει ότι το σφικτό πλαίσιο που κατακαιρούς επέβαλλαν τα μνημόνια υπήρξε αρωγός στην επιτυχή κατάληξη των θυσιών των Ελλήνων πολιτών [βλέπε σχετικά: Αμετανόητη η Λαγκάρντ].
Σύμφωνα με την Κομισιόν, το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής επεδίωξε τη διόρθωση των ανισορροπιών στην ελληνική οικονομία και οι εξαγωγές έχουν ήδη αυξηθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Ωστόσο, λόγω της ύφεσης και της μείωσης της προσφοράς πιστώσεων, οι επενδύσεις είναι ακόμα πολύ χαμηλότερες των προσδοκιών.
Η Επιτροπή υποστηρίζει πως το ρυθμιστικό περιβάλλον αποτέλεσε τροχοπέδη για τις επιχειρήσεις και την επιχειρηματικότητα και το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη ανταγωνισμού, έχει οδηγήσει σε χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, λαμβάνονται μέτρα για να αντιμετωπιστούν τα διαρθρωτικά εμπόδια και οι κανονιστικές δυσλειτουργίες.
Θετικό είναι πάντως, κατά την Κομισιόν, ότι πολλές προσπάθειες έχουν αρχίσει να έχουν αποτελέσματα και η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας με βάση τους δείκτες «Doing Business» έχει βελτιωθεί. Έχουν ληφθεί περαιτέρω σημαντικά μέτρα για να διευκολυνθεί η δημιουργία επιχειρήσεων και να απλοποιηθούν οι διαδικασίες χορήγησης άδειας και έγκρισης των επενδύσεων. Με την τεχνική βοήθεια της ομάδας δράσης για την Ελλάδα, οι επαχθείς διαδικασίες εξαγωγών έχουν απλουστευθεί, σημειώνεται στην έκθεση.
Η Επιτροπή σημειώνει, ωστόσο, ότι οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα, και κυρίως η μείωση της προσφοράς πιστώσεων εξακολουθούν να δυσχεραίνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα, ιδίως για τις ΜμΕ.
Κρίσιμη η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης
Η οικονομική ανάπτυξη είναι μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες της κυβέρνησης, και, στο πλαίσιο αυτό, η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης θα έχει καθοριστική σημασία για τη διασφάλιση τόσο της αριθμητικής επάρκειας της δημόσιας διοίκησης όσο και της ικανότητας του προσωπικού να εφαρμόσει την πρόσφατη νομοθεσία και να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον, εκτιμά η Επιτροπή, η οποία υπογραμμίζει ότι η μεταρρύθμιση της οικονομίας πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί προτεραιότητα ώστε να πραγματοποιηθούν οι απαιτούμενες αλλαγές.
Ένας δυναμικός εταιρικός τομέας είναι ζωτικής σημασίας για την αναθέρμανση της οικονομίας και την επίτευξη της ανάπτυξης, υποστηρίζει η Επιτροπή, εξηγώντας πως με την αξιοποίηση του επιχειρηματικού δυναμικού των πολιτών και με τη δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις, η Ελλάδα μπορεί να ξεπεράσει τις δυσκολίες της και να επιτύχει βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και αύξηση της απασχόλησης.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στη δημόσια διοίκηση, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι συνολικές επιδόσεις της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, όπως αξιολογούνται από τον δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για την αποτελεσματικότητα του κράτους, είναι αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Η παρατηρούμενη ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της ποιότητας της δημόσιας διοίκησης και της εφαρμογής της πολιτικής, είναι πολύ χαμηλή (0,52 σε σύγκριση με 1,18 στην Ε.Ε.).
Οι δημόσιες υπηρεσίες είναι, επίσης, λιγότερο πιθανό να είναι διαθέσιμες στο Διαδίκτυο. Παράλληλα, η χρήση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης από τις μικρές επιχειρήσεις το 2012 ήταν ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (86 % και 85 % αντίστοιχα), ενώ η χρήση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης από πολίτες το 2013 ήταν κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (43,8 % και 52,5 % αντίστοιχα). Η διάρκεια πραγματοποίησης πληρωμών από τις δημόσιες αρχές είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (174 ημέρες σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι 66 ημέρες).
Ανεπαρκές το δικαστικό σύστημα
Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι το ελληνικό δικαστικό σύστημα είναι ανεπαρκές και επισημαίνει συγκεκριμένα τη μεγάλη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του αστικού και του εμπορικού δικαίου. Παρατηρεί, εξάλλου, πως το ποσοστό επίλυσης υποθέσεων είναι χαμηλό, με αποτέλεσμα την αύξηση των καθυστερήσεων και σημαντικό φόρτο εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων. Τα συστήματα για τη διαχείριση των υποθέσεων και για την επικοινωνία μεταξύ των δικαστηρίων και των μερών, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της διαχείρισης των υποθέσεων, είναι ελάχιστα ανεπτυγμένα, υποστηρίζει η Επιτροπή. Επιπλέον, η αντίληψη περί της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στην Ελλάδα έχει την τέταρτη χειρότερη βαθμολόγηση στην Ε.Ε., υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να προβεί στη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος. Αυτή η μεταρρύθμιση περιλαμβάνει την αναθεώρηση του αστικού κώδικα, την καθιέρωση διοικητικής εξέτασης των υποθέσεων, τη βελτίωση της οργάνωσης των ειρηνοδικείων, την ανάπτυξη εφαρμογών ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, ώστε η νομοθεσία και η πρακτική σχετικά με την αφερεγγυότητα να συμφωνούν με την ορθή πρακτική και να προωθηθούν οι εναλλακτικοί μηχανισμοί επίλυσης των διαφορών.
Συρρικνώνονται οι πιστώσεις προς τον εταιρικό τομέα
Εξάλλου, σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση και τις επενδύσεις, η Επιτροπή αναφέρει ότι οι τραπεζικές πιστώσεις προς τον εταιρικό τομέα συρρικνώνονται, και γίνεται όλο και πιο δύσκολη η χρηματοδότηση της παραγωγής και των επενδύσεων. Οι κυριότεροι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτό είναι οι δυσκολίες του τραπεζικού τομέα, οι κρατικές καθυστερούμενες οφειλές σε προμηθευτές (που ανέρχονταν σε περίπου 4,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2012), η πτώση στην αγοραία αξία των στοιχείων του ενεργητικού που δίνονται ως εγγύηση, και ο δείκτης κινδύνου της χώρας, γεγονός που καθιστά τη χρηματοδότηση μεγάλων επιχειρήσεων από ξένες τράπεζες σχεδόν αδύνατη. Στην έρευνα της ΕΚΤ για την πρόσβαση των ΜΜΕ σε χρηματοδότηση (Μάρτιος-Σεπτέμβριος 2012), μόνο το 36% των ελληνικών ΜΜΕ δήλωσαν ότι έλαβαν το δάνειο που ζήτησαν (ευρωζώνη 61%).
Για τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, η κυβέρνηση, με την υποστήριξη της ομάδας δράσης για την Ελλάδα, ανέλυσε το μέγεθος των ελλείψεων σε πιστώσεις για χρηματοδότηση, με σκοπό τη σύσταση ενός «Οργανισμού για την ανάπτυξη».
Τα κύρια ευρήματα δείχνουν ότι υπάρχει α) έλλειψη χρηματοδότησης με μετοχικά κεφάλαια καθώς και διαρθρωτικό έλλειμμα χρηματοδότησης του χρέους της τάξης των 5-10 δισ. ευρώ το καθένα, β) η σημερινή κατάσταση στην τραπεζική αγορά έχει ως αποτέλεσμα ανεπαρκή παροχή χρηματοδότησης έργων, κεφαλαίου κίνησης και χρηματοδότησης εισαγωγής/εξαγωγής, γ) Ελλάδα πάσχει από έλλειψη εξειδικευμένων χρηματοδοτικών οργανισμών και δ) ένας χρηματοδοτικός φορέας, όπως ένας ειδικευμένος χρηματοδοτικός οργανισμός για την ανάπτυξη, θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση της κατάστασης, τουλάχιστον εν μέρει.