Την υποστήριξή τους στο κίνημα «Δεν Πληρώνω» δήλωσαν το μεσημέρι σε συνέντευξη Τύπου οι εκπρόσωποι των εργαζομένων των μετρό, ηλεκτρικού και τράμ.
Οι συνδικαλιστές εξήγησαν πως το κίνημα πηγάζει από μία δίκαιη βάση, αυτή του αιτήματος για μείωση της τιμής του εισιτηρίου. Ωστόσο, σημείωσαν ότι δεν συμφωνούν με τις καταστροφές του εξοπλισμού των ακυρωτικών μηχανημάτων, που σημειώθηκαν την περασμένη Κυριακή.
Οι συνδικαλιστές επανέλαβαν την αντίθεσή τους στο νομοσχέδιο του υπουργείου Υποδομών για τις αστικές συγκοινωνίες και προειδοποίησαν ότι οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν και μετά την ψήφισή του, ενώ υπογράμμισαν ότι η εφαρμογή του θα οδηγήσει σε συρρίκνωση των υπηρεσιών και την άνοδο των τιμολογίων για τους επιβάτες.
Οι εργαζόμενοι στη συνέχεια της συνέντευξής τους υπογράμμισαν ότι η πρόβλεψη του νομοσχεδίου για επιδότηση των αστικών συγκοινωνιών έως και 40% επί του λειτουργικού τους κόστους, θα προκαλέσει εκτίναξη των κομίστρων και σταδιακή μείωση του μεταφορικού έργου (και λόγω των μετατάξεων στους οργανισμούς) κάτι που θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα την μελλοντική ιδιωτικοποίηση των φορέων.
Ακόμη, κατήγγειλαν ότι οι εργολαβίες καθαριότητας και φύλαξης στις αστικές συγκοινωνίες «συμπεριφέρονται με όρους οργανωμένου εγκλήματος», ενώ τόνισαν τις μεγάλες απώλειες εσόδων που δημιουργούνται από την καθυστέρηση παραλαβής των έργων επέκτασης των μέσων.
Οι συνδικαλιστές δήλωσαν ότι το επιχείρημα για μεγάλα ελλείμματα των μέσων μεταφοράς αποτελεί «κυνικό ψέμα», καθώς, όπως είπαν, μόνο δύο χρονιές επιδοτήθηκαν με το σύνολο της νόμιμης επιχορήγησης.
Τις υπόλοιπες χρονιές, η επιδότηση έφτασε μόλις στο 12% της νόμιμης χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα οι διοικήσεις των οργανισμών να λαμβάνουν δάνεια για την συνέχιση της εύρυθμης λειτουργίας τους και να αντιμετωπίζουν σήμερα μεγάλα τοκοχρεολύσια.
Επίσης, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα μέσα σταθερής τροχιάς,-οι οποίοι φαίνεται να ανεξαρτητοποιούνται από τους συναδέλφους τους στα οδικά μέσα- υπογράμμισαν τις τεράστιες οφειλές των υπουργείων προς τις συγκοινωνιακές επιχειρήσεις, οι οποίες ξεπερνούν τα 600 εκατ. ευρώ. Το εν λόγω ποσό αφορά ευνοϊκά τιμολόγια για μία σειρά ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων.
Τέλος, τόνισαν ξανά πως απορρίπτουν την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας των οργανισμών, θεωρώντας την αναχρονιστική και αντισυνταγματική.