Οι ανανεούμενες συμβάσεις μίσθωσης έργου, σε συνδυασμό με τις προϋποθέσεις απασχόλησης μετατρέπονται σε συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας οι οποίες υπάγονται στην εργατική νομοθεσία και στοιχειοθετούν αξίωση για δώρα εορτών και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο.
Οι αρεοπαγίτες επισημαίνουν στην υπ’ αριθμ. 1674/2010 απόφασή τους (Εργατικό Τμήμα) ότι σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα και την εργατική νομοθεσία «η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της συμφωνίας τους, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεώς του προς αυτές».
Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας – συνεχίζει ο Άρειος Πάγος – διαφέρει από σύμβαση μίσθωσης έργου επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Και αυτό γιατί «με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την σύμβαση μισθώσεως έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης».
Στην προκειμένη περίπτωση άνδρας σύναψε αλλεπάλληλες ανανεούμενες συμβάσεις μίσθωσης έργου με την Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης. Αντικείμενο αυτών των συμβάσεων έργου ήταν η διαχείριση πληροφοριών που αφορούν τις εγκρίσεις, τον έλεγχο δικαιολογητικών κ.λπ. για τη μονιμοποίηση των μεταναστών.
Ο απασχολούμενος εγκαταστάθηκε σε γραφείο της Γενικής Περιφέρειας Αττικής, εργαζόταν με σταθερό ωράριο και υπό τις εντολές και την εποπτεία των προϊσταμένων του «προέβαινε στην παραλαβή, πρωτοκόλληση, ταξινόμηση και αρχειοθέτηση των σχετικών με την έκδοση παραμονής των μεταναστών εγγράφων και στην εισαγωγή των σχετικών στοιχείων στο πληροφοριακό σύστημα τήρησης δεδομένων».
Το Εφετείο αλλά και ο Άρειος Πάγος δέχθηκαν ότι η εργασία την οποία παρείχε ο απασχολούμενος «είχε όλα τα χαρακτηριστικά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου», καθώς, μεταξύ των άλλων, «ο εργαζόμενος τελούσε υπό τον πειθαρχικό έλεγχο και εποπτεία των προϊσταμένων του, λαμβάνοντας εντολές και οδηγίες δεσμευτικές για την εκτέλεση της εργασίας που του είχε ανατεθεί, τηρούσε καθημερινά σταθερό ωράριο εργασίας και παρείχε την εργασία του στον ορισθέντα, από την αναιρεσείουσα, τόπο που ήταν γραφεία της Περιφέρειας».
Κατόπιν αυτών η Δικαιοσύνη κατέληξε ότι οι ανανεούμενες συμβάσεις «κατ’ επίφαση χαρακτηρίστηκαν κατά τη σύναψή τους ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, ενώ επρόκειτο για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας επί των οποίων ισχύουν οι διατάξεις του Εργατικού Δικαίου (ν. 1082/1982 και 539/1945), σύμφωνα με τις οποίες ο αναιρεσίβλητος δικαιούται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και αδειών και επιδόματος αδείας».