Ο περιορισμός της παραγωγής αερίων του θερμοκηπίου μέσω των χρηματιστηρίων άνθρακα είναι 16 φορές φθηνότερος από τη μείωσή τους μέσω επιδοτήσεων προς τους παραγωγούς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, υποστηρίζει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Σε έκθεσή του εκτιμά στα 10 ευρώ ανά τόνο το κόστος της μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγική βιομηχανία, μέσω των διαφόρων προγραμμάτων εμπορίας ρύπων. Την ίδια ώρα, σύμφωνα πάντα με τον ΟΟΣΑ, το κόστος των feed-in tariffs ανέρχεται σε 169 ευρώ ανά τόνο εκπομπών, φθάνοντας σε κάποιες περιπτώσεις τα 700 ευρώ.
Ο γενικός γραμματέας του οργανισμού δήλωσε ότι η κλιματική αλλαγή έχει σοβαρές οικονομικές συνέπειες, τις οποίες η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να αγνοήσει. Πρόσθεσε ότι το κόστος είναι αδύνατο να περιοριστεί μόνο μέσω της μείωσης των εκπομπών, καθώς το διοξείδιο του άνθρακα συσσωρεύεται στην ατμόσφαιρα με την πάροδο του χρόνου.
Συγκεκριμένα, επικαλούμενος τα ευρήματα πρόσφατης μελέτης, ο Άνχελ Γκουρία είπε ότι το 60% κάθε τόνου διοξειδίου του άνθρακα που απελευθερώνεται σήμερα θα παραμένει στην ατμόσφαιρα έπειτα από 20 χρόνια, ενώ σε έναν αιώνα θα έχει διαλυθεί μόνο ένα 55%.
«Πρέπει να πετύχουμε μηδενικές εκπομπές από πηγές ορυκτών καυσίμων έως το δεύτερο μισό του αιώνα», τόνισε ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Λονδίνο. «Αυτό δεν σημαίνει ακριβώς έως το 2050, αλλά μέχρι τότε θα πρέπει να είμαστε οπωσδήποτε στο δρόμο για επίτευξη αυτού του στόχου.»
Ο Γκουρία υπογράμμισε ότι η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να θέσει την τιμολόγηση του άνθρακα στο επίκεντρο της κλιματικής της στρατηγικής και χρησιμοποίησε όρους… κρίσης για να καταστήσει σαφές το μήνυμά του. «Μιλάμε για κάτι χειρότερο από χρέος γιατί πακέτο διάσωσης δεν υπάρχει. Μετά από 2 ή 3 καλά οικονομικά έτη, το χρέος μπορεί να μειωθεί, όμως οι εκπομπές παραμένουν για 100 χρόνια», κατέληξε.