Αλλαγές στην τροπολογία για την αναστολή χρηματοδότησης πολιτικών κομμάτων, των οποίων η ηγεσία ή ένας σημαντικός αριθμός βουλευτών εμπλέκονται σε εγκληματικές ενέργειες καταθέτει αύριο, Πέμπτη ο υπουργός Εσωτερικών, Γιάννης Μιχελάκης.
Η αναστολή της χρηματοδότησης, όπως εξηγεί ο υπουργός, θα γίνεται «μετά από απόφαση της Βουλής με ονομαστική ψηφοφορία και την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών».
Οι νομοτεχνικές αλλαγές προβλέπουν ότι η εφαρμογή των διατάξεων αυτών:
– Θα αφορά αποκλειστικά στις περιπτώσεις εγκληματικής οργάνωσης και τρομοκρατίας.
– Θα αφορά στην «περίπτωση άσκησης δίωξης», αλλά και στην περίπτωση «επιβολής προσωρινής κράτησης κατά το άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατόπιν αδείας της Βουλής σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος»,
– Θα εφαρμόζεται όταν η δίωξη στρέφεται «κατά περισσότερων του ενός πέμπτου των βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης»
Όπως τόνισε ο κ.Μιχελάκης «στόχος μας ήταν η ευρύτερη πολιτική συναίνεση» και για το σκοπό αυτό είχε συναντήσεις με εκπροσώπους των κομμάτων «έτσι ώστε όλοι μαζί να στείλουμε ένα ισχυρό μήνυμα».
Σημειώνεται ότι στο ίδιο νομοσχέδιο έχει κατατεθεί σχετική τροπολογία και από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Τροπολογία βουλευτών της ΔΗΜΑΡ
Εν τω μεταξύ, στην κατάθεση τροπολογίας σχετικά με τη ρύθμιση για την αναστολή χρηματοδότησης των κομμάτων προχώρησαν οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς Νίκος Τσούκαλης, Ασημίνα Ξηροτύρη και Νίκη Φούντα.
Σύμφωνα με τους βουλευτές, με την προτεινόμενη τροπολογία επιδιώκεται η σαφέστερη διατύπωση των όρων και προϋποθέσεων αναστολής κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων σε περίπτωση εμπλοκής στελεχών τους σε εγκληματικές δραστηριότητες.
Οι όροι και οι προϋποθέσεις, τονίζουν, πρέπει να διαφοροποιούνται στην περίπτωση που τα στελέχη δεν έχουν τη βουλευτική ιδιότητα και αυτό γιατί για τους βουλευτές προβλέπεται η διαδικασία της άρσης ασυλίας από την ολομέλεια της Βουλής κάτι το οποίο δεν ισχύει για τα μη κοινοβουλευτικά στελέχη.
Έτσι λοιπόν για τα κοινοβουλευτικά στελέχη κρίνεται επαρκής η διαδικασία – αξιολόγηση των στοιχείων από την επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής και την Ολομέλεια προκειμένου να ανασταλεί προσωρινά η χρηματοδότηση, ενώ για τα μη κοινοβουλευτικά στελέχη θα πρέπει να προηγείται ένα δεύτερο στάδιο αξιολόγησης που πρέπει να είναι αυτό του αμετάκλητου παραπεμπτικού βουλεύματος, προσθέτουν.
Επίσης σημειώνουν πως για την επιβολή της αναστολής ή την άρση των συνεπειών τους κρίνεται επαρκής αυτή η ίδια η δικαστική πράξη στη μεν πρώτη περίπτωση η πράξη του εισαγγελέα που ασκεί τη δίωξη κατά κοινοβουλευτικών προσώπων στη δε δεύτερη διάταξη του παραπεμπτικού βουλεύματος ως «οιονεί περιοριστικός όρος». Το ίδιο θα ισχύει για την περίπτωση άρσης της αναστολής, δια της αμετάκλητης απόφασης ή βουλεύματος.
Προτεινόμενη τροπολογία
Μετά το άρθρο 7 του ν. 3023/2002 προστίθεται άρθρο 7Α ως ακολούθως:
Άρθρο 7Α
Αναστολή χρηματοδότησης
1. Σε περίπτωση άσκησης δίωξης κατά του αρχηγού κόμματος ή του προέδρου κοινοβουλευτικής ομάδας ή κατά περισσότερων του ενός δεκάτου και σε κάθε περίπτωση περισσοτέρων των δύο μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός δεκάτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων, σύμφωνα με το καταστατικό τους, για το εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, αναστέλλεται κάθε είδους κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση που προβλέπονται στον παρόντα νόμου.
Για όσα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν είναι βουλευτές ή ευρωβουλευτές η αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης επέρχεται από της εκδόσεως αμετακλήτου παραπεμπτικού βουλεύματος
2. Σε περίπτωση εκδόσεως αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης, αίρεται αναδρομικά η κατά τα ανωτέρω αναστολή και καταβάλλονται άτοκα στον δικαιούχο τα παρακρατηθέντα ποσά.
3. Η κατά την παράγραφο 1 του παρόντος αναστολή, επέρχεται στην μεν περίπτωση του εδαφίου 1 με διάταξη του εισαγγελέα που ασκεί την ποινική δίωξη, στη δε περίπτωση του εδαφίου 2 με διάταξη του παραπεμπτικού βουλεύματος. Η άρση της αναστολής της παραγράφου 2 επέρχεται με διάταξη της αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή του βουλεύματος.