Στο «μη περαιτέρω» δηλώνουν ότι βρίσκονται οι ηλεκτροπαραγωγοί από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, περιγράφοντας με μελανά χρώματα την εικόνα της αγοράς η οποία πάσχει από σοβαρή έλλειψη ρευστότητας.
Μεταξύ άλλων, κάνουν λόγο για επικοινωνιακό πλήγμα σε βάρος του κλάδου λόγω στρεβλής εφαρμογής του μέτρου που αφορά στο ειδικό τέλος υπέρ των ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ). Την ίδια ώρα, δυσοίωνες προβάλλουν οι προοπτικές για την «πράσινη» ενέργεια, μέσα σε ένα δύσκολο οικονομικό-επενδυτικό περιβάλλον και σε συνδυασμό με τις όποιες προσδοκίες καλλιεργούνται για την πιθανή ύπαρξη αξιοποιήσιμων υδρογονανθράκων.
Τέλος ΑΠΕ
Το ειδικό Τέλος ΑΠΕ πληρώνεται από τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας επιπλέον των λοιπών χρεώσεων, με στόχο των ισοσκελισμό των εσόδων και των δαπανών του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ που τηρεί ο Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας. Χρεώσεις του Λογαριασμού ΑΠΕ είναι οι πληρωμές προς παραγωγούς ΑΠΕ και συμπαραγωγής (ΣΗΘΥΑ) για την απορρόφηση της ενέργειας που παράγουν, σύμφωνα με τιμολόγια που καθορίζονται από το ΥΠΕΚΑ.
Πιστώσεις του Λογαριασμού ΑΠΕ είναι:
– Η αμοιβή της παραγωγής ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ στο διασυνδεδεμένο σύστημα με βάση τη λεγόμενη Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) της Ημερήσιας Αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
– H αμοιβή της παραγωγής ΑΠΕ στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά με βάση το μέσο μεταβλητό κόστος των μονάδων της ΔΕΗ στα νησιά αυτά (το μεταβλητό κόστος περιλαμβάνει το κόστος καυσίμου και ορισμένα άλλα λειτουργικά κόστη πλην του παγίου κόστους προσωπικού).
Επειδή η αγορά ΑΠΕ γίνεται σε τιμές υψηλότερες από την Οριακή Τιμή Συστήματος (που υποτίθεται ότι απεικονίζει το οριακό μεταβλητό κόστος παραγωγής), ο λογαριασμός ΑΠΕ είναι συνήθως ελλειμματικός, οπότε απαιτούνται πρόσθετα έσοδα και αυτά καλύπτονται από το Τέλος ΑΠΕ.
Σύνδεσμος Εταιρειών Φωτοβολταϊκών
ΕΣΗΑΠΕ – ΕΛΕΤΑΕΝ
Εμπειρογνώμονες του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών από ΑΠΕ και της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας διαφωνούν με την ανάλυση του ΥΠΕΚΑ σύμφωνα με την οποία έχει διορθωθεί πλήρως ο στρεβλός τρόπος υπολογισμού του ειδικού τέλους υπέρ των ΑΠΕ που καταβάλλουν οι καταναλωτές μέσω των λογαριασμών ρεύματος (περίπου 45 ευρώ τον χρόνο για ένα μέσο νοικοκυριό).
Συγκεκριμένα, αναφέρουν τα εξής:
«Για κάθε μονάδα ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ (δηλαδή για κάθε μεγαβατώρα από ΑΠΕ), οι προμηθευτές (σ.σ. ΔΕΗ) πληρώνουν στον ΛΑΓΗΕ ένα ποσό. Το ποσό αυτό, καθορίζεται από την ενεργειακή νομοθεσία και σήμερα εκτιμάται από τον ίδιο τον ΛΑΓΗΕ σε 59 ευρώ, ενώ κατά τον προηγούμενο χρόνο ήταν της τάξης των 35 ευρώ. Αν όμως δεν είχε παραχθεί αυτή η μεγαβατώρα από ΑΠΕ, θα είχε παραχθεί στη θέση της μια μεγαβατώρα από φυσικό αέριο την οποία οι προμηθευτές θα την πλήρωναν, με βάση τις σημερινές τιμές, προς 105 ευρώ. Δηλαδή για κάθε μεγαβατώρα ΑΠΕ, οι προμηθευτές εξοικονομούν ένα ποσό της τάξης των 45 ευρώ. Μάλιστα πέρυσι, που η τιμή ήταν της τάξης των 35 ευρώ, η εξοικονόμηση που απέλαυναν ήταν τα τάξης των 70 ευρώ».
Όπως λένε στον ΕΣΗΑΠΕ και την ΕΛΕΤΑΕΝ, πρακτικά περίπου το 60% των χρημάτων καταλήγει εμμέσως στη ΔΕΗ, στην ουσία επιδοτώντας τα ορυκτά καύσιμα, με αποτέλεσμα να προκύπτει οικονομικό έλλειμμα στον ειδικό λογαριασμό ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ (Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) της τάξης των 350 εκατ. ευρώ, την ώρα που οι απλήρωτοι λογαριασμοί της ΔΕΗ ανέρχονται σε 1,3 δις ευρώ.
«Κατανοούμε ότι το υπουργείο δεν επιθυμεί να επιβαρύνει με ένα επιπρόσθετο χρέος τη ΔΕΗ, η οποία προωθείται προς πώληση. Ωστόσο, δεν μπορούν οι ηλεκτροπαραγωγοί ΑΠΕ να υποστούν περικοπή εσόδων λόγω της στρεβλής λειτουργίας του συστήματος τα προηγούμενα χρόνια», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Περιγράφοντας τις ευρύτερες συνέπειες του προβλήματος για τον κλάδο, ο πρόεδρος της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας Γιάννης Τσιπουρίδης κάνει λόγο για επικοινωνιακό βάρος το οποίο προκαλεί η εδραιωμένη άποψη, «ο ΛΑΓΗΕ είναι ελλειμματικός, το έλλειμμα οφείλεται στις ΑΠΕ, άρα οι ΑΠΕ είναι ακριβές».
Ο ίδιος αναγνωρίζει την αρχική υψηλή συμμετοχή του κλάδου των φωτοβολταϊκών στο πρόβλημα, μέσω της υψηλής εγγυημένης ταρίφας, ωστόσο, καταλήγει ότι σήμερα οι ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά, αιολικά, υδροηλεκτρικά) δεν είναι ιδιαίτερα ακριβές. Προσθέτει μάλιστα ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι ΑΠΕ επιδοτούν τον ΛΑΓΗΕ, καθώς ιδιαίτερα στα νησιά το κόστος είναι έως και δύο φορές μεγαλύτερο της ταρίφας.
Αναφερόμενος στις επιδόσεις της αγοράς αιολικής ενέργειας, τονίζει ότι η παραγωγή το πρώτο 10μηνο του 2014 ανήλθε μόλις σε 50 μεγαβάτ, τα οποία αντιστοιχούν σε ένα μεσαίο αιολικό πάρκο, την ώρα που σχεδόν 6 γιγαβάτ είναι ώριμα για υλοποίηση.
Ο ίδιος περιγράφει ένα επενδυτικό περιβάλλον το οποίο ολοένα χειροτερεύει (εγγυήσεις για τα έργα που έχουν άδειες εγκατάστασης, τέλος διακράτησης για τις άδειες παραγωγής, διακοψιμότητα, πιθανός ορισμός της ταρίφας με τη σύνδεση του αιολικού πάρκου κ.ο.κ.).
ΣΠΕΦ
«Από την 1η Ιουλίου, οπότε και αναπροσαρμόστηκε το ΕΤΜΕΑΡ και εφαρμόστηκαν περιοριστικά μέτρα στην αγορά των ΑΠΕ (εισφορά, δικαιώματα ρύπων κλπ), νέο έλλειμμα στον ΛΑΓΗΕ θεωρητικά δεν παράγεται. Συνεπώς, το όποιο έλλειμμα προκύπτει δεν αφορά στις ΑΠΕ αλλά στην ανεισπραξιμότητα των λογαριασμών της ΔΕΗ. Δεν μπορούν να αυξάνονται μονομερώς οι υπερημερίες των ΑΠΕ. Όποια υπερημερία υπάρχει θα πρέπει να μοιράζεται σε όλους, διότι αφορά στις λιανικές εισπράξεις της ΔΕΗ. Άρα η υπερημερία των 6 μηνών δεν πρέπει να αυξηθεί άλλο», δηλώνει από την πλευρά του ο πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας Φωτοβολταϊκών Στέλιος Λουμάκης.
Η αγορά των φωτοβολταϊκών αφορά σε 14,5 χιλ. φωτοβολταϊκά πάρκα. Τα 13 χιλ. είναι μέχρι 100 κιλοβάτ και σταθμίζουν το 50% της εγκατεστημένης ισχύος, δηλαδή 1100 μεγαβάτ. Τα υπόλοιπα 1500 είναι πάρκα άνω των 100 κιλοβάτ και σταθμίζουν τα υπόλοιπα 1.100 μεγαβάτ.
«Αυτά είναι τα επαγγελματικά φωτοβολταϊκά τα οποία αντιμετωπίζουν και το μεγάλο πρόβλημα, καθώς δεν εισπράττουν. Διότι πολύ απλά οι διαχειριστές, δηλαδή η ΔΕΗ, ο ΑΔΜΗΕ, ο ΔΕΔΔΗΕ και ο ΛΑΓΗΕ, συμψηφίζουν πληρωμές των οικιακών. Για να εκτοξεύονται οι υπερημερίες των επαγγελματιών ηλεκτροπαραγωγών, κάποιοι άλλοι πληρώνονται νωρίτερα από αυτό που αντέχει το ταμείο», συμπληρώνει ο κ. Λουμάκης.
Οι επαγγελματίες ηλεκτροπαραγωγοί έχουν καταβάλει τον ΦΠΑ 7 μηνών για τιμολόγια που εξέδωσαν, αλλά δεν μπορούν να εισπράξουν: «Αν δεν πληρώσουμε τον ΦΠΑ, δεν παίρνουμε φορολογική ενημερότητα. Αν δεν πάρουμε φορολογική ενημερότητα, δεν έχουμε καν δικαίωμα συμμετοχής στο σύστημα πληρωμών του ΛΑΓΗΕ. Επιπλέον, υπάρχει το θέμα των τοκοχρεολυσίων των ληξιπρόθεσμων οφειλών στις τράπεζες, συν τα λειτουργικά μας».
Σύμφωνα με το προεδρείο του ΣΠΕΦ, σε συνάντηση με τον υφυπουργό ΠΕΚΑ Ασημάκη Παπαγεωργίου την Τρίτη, ο Σύνδεσμος έλαβε τη διαβεβαίωση ότι ο Απρίλιος και ο Μάιος θα εξοφληθούν πριν το τέλος του 2013 (κατά 90% θα εξοφληθεί και ο Ιούνιος). Επίσης, οι αποσβέσεις θα οριστούν με τροπολογία στο 10% (είχαν αυξηθεί από 7% σε 14%, γεγονός που επέκτεινε τη φορολογητέα ύλη).
ΔΕΗ
«Η ΔΕΗ υποχρεούται να χρεώνει την κατανάλωση ρεύματος με βάση τα τιμολόγια που καθορίζονται με υπουργικές αποφάσεις. Άρα, η ΔΕΗ δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εφαρμόζει τους νόμους», σχολιάζει από την πλευρά του το γραφείο επικοινωνίας της ΔΕΗ.
ΥΠΕΚΑ
«Τα ορυκτά καύσιμα δεν επιδοτούνται από το ΕΤΜΕΑΡ», δηλώνουν κατηγορηματικά στο ΥΠΕΚΑ, όπου αντικρούουν το επιχείρημα περί λαθεμένου τρόπου υπολογισμού του ειδικού τέλους υπέρ των ΑΠΕ, υπογραμμίζοντας ότι το συμπέρασμα των ηλεκτροπαραγωγών ΑΠΕ προκύπτει από τα ευρήματα παλιότερης έρευνας του ΙΟΒΕ η οποία έχει ξεπεραστεί.
Κύκλοι του υπουργείου αναγνωρίζουν πάντως το πρόβλημα ρευστότητας στην αγορά των ΑΠΕ και παραπέμπουν σε ανακοίνωση του ΛΑΓΗΕ σύμφωνα με την οποία ο χρόνος των οφειλών μειώνεται στο πεντάμηνο.
Greenpeace
Ο διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace Νίκος Χαραλαμπίδης εξηγεί γενικότερα ότι σε ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία οι επενδύσεις σε ΑΠΕ έχουν «παγώσει» κυρίως λόγω των οικονομικών δυσχερειών. Προς αυτήν την κατεύθυνση διευκολύνει και η επιλογή εισαγωγής «φτηνής και βρώμικης» ενέργειας από τις ΗΠΑ (φτηνός λιγνίτης, σχιστόλιθος κ.λπ.).
Η Greenpeace επικαλείται εκτίμηση διεπιστημονικής επιτροπής του ΟΗΕ σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να αποτραπούν μη αναστρέψιμες κλιματικές αλλαγές, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί περισσότερο από το ¼ του σημερινού stock ορυκτών καυσίμων.