Πώς τοποθετούνται οι εκπρόσωποι θεσμικών φορέων, τι προτείνουν και τι εκτιμούν για την ανάκαμψη
Σε μια Ελλάδα που βιώνει έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης και «γονατίζει» από τα μέτρα λιτότητας, ζητούμενο αποτελεί η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης.
Με τα λουκέτα να διαδέχονται το ένα μετά το άλλο στην αγορά, μεγάλες βιομηχανίες να δοκιμάζουν τις «αντοχές» τους, τον ιδιωτικό τομέα να μετρά μεγάλες «πληγές», τους ανέργους να φτάνουν το 1,5 εκατομμύριο και την κοινωνική συνοχή να… απειλείται, σίγουρα το στοίχημα της οικονομικής ανάτασης δεν είναι εύκολο. Υπάρχει όμως, προοπτική; Φως στο βάθος του τούνελ;
Το σίγουρο είναι ότι χρειάζεται μετά από πολλές ήδη θυσίες και άλλη προσπάθεια και άλλον κόπο για να καταφέρει η Ελλάδα να αποκαταστήσει πλήρως την αξιοπιστία της.
Βασικό αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου είναι να μην εξαντλείται η πολιτική της κυβέρνησης μόνο στην δημοσιονομική προσαρμογή. Ζητά να αντιτάξει στους δανειστές μας πως με την σκληρή λιτότητα και τα οριζόντια μέτρα ειδικά όσον αφορά στις περικοπές εισοδημάτων και την αύξηση των φόρων, ο φαύλος κύκλος της ύφεσης συνεχίζεται. Προσδοκούν επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης και νομοθεσία ελκυστική που θα μπορέσει να φέρει νέους επενδυτές και κεφάλαια στην χώρα μας. Τονίζουν πως πρέπει να δοθούν κίνητρα στις επιχειρήσεις, να στηριχθεί η βιομηχανία και η μεταποίηση που τα τελευταία χρόνια «καρκινοβατούν», να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα μέσα από στοχευμένες ενέργειες και παρεμβάσεις, όπως η μείωση της φορολόγησης και του ενεργειακού κόστους, να αντιμετωπιστούν άμεσα οι στρεβλώσεις της αγοράς. Μόνο έτσι, η «πλάστιγγα» θα γείρει προς την ανάκαμψη και την ανάπτυξη.
Βέβαια, όλα αυτά απαιτούν και ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον, το οποίο θα εγγυάται την αξιοπιστία της χώρας τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων. Χρειάζεται όμως να συνοδευτούν και από μια σημαντική ελάφρυνση του χρέους, το οποίο κατά γενική ομολογία, δεν είναι βιώσιμο αυτή την στιγμή, καθώς μόνο έτσι θα μπορέσουν να εισρεύσουν κεφάλαια. Την «φωνή» του επιχειρηματικού κόσμου και θεσμικών φορέων προσπαθεί να μεταφέρει η «Deal», όπου πέντε κορυφαίοι εκπρόσωποί τους αναλύουν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και καταθέτουν τις δικές τους προτάσεις για το πώς θα έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη.
Μεταξύ αυτών οι κ.κ. Δ. Δασκαλόπουλος, Κ. Μίχαλος, Αθ. Σαββάκης, Β. Αποστολόπουλος και Σ. Αναστασόπουλος, κοινή συνισταμένη των οποίων είναι να συνεχιστεί η περιστολή των δημοσίων δαπανών, αλλά να σπεύσει ταχύτερα η κυβέρνηση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Κωνσταντίνος Μίχαλος,
πρόεδρος Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου
Οι μεταρρυθμίσεις το μόνο «αντίδοτο» στην ύφεση
Τις ημέρες αυτές βρίσκεται σε εξέλιξη ένας νέος κύκλος διαπραγμάτευσης με την Tρόικα, σε σχέση με την επίτευξη των στόχων του προϋπολογισμού του 2014 και τους τρόπους κάλυψης ενδεχόμενου δημοσιονομικού κενού.
Αυτό που σε κάθε περίπτωση καλείται σήμερα να αποκρούσει η ελληνική πλευρά, είναι το ενδεχόμενο να απαιτηθούν νέα οριζόντια δημοσιονομικά μέτρα, με τη μορφή φορολογικών αυξήσεων και περικοπών σε εισοδήματα. Ακόμα και οι εμπνευστές του μνημονίου, έχουν αναγνωρίσει πλέον τις αστοχίες και τις συνέπειες αυτής της συνταγής. Έχουν αναγνωρίσει ότι οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση του ΑΕΠ, σε εκτόξευση της ανεργίας, σε κατάρρευση των δεικτών ρευστότητας και εμπιστοσύνης, σε διάλυση του κοινωνικού ιστού.
Τώρα, είναι ανάγκη να αποφευχθούν τα ίδια λάθη. Οι εταίροι μας οφείλουν να κατανοήσουν ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να επανέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά μόνο με στοχευμένες κάθετες παρεμβάσεις. Κυρίως, οφείλουν να αντιληφθούν ότι το μείζον ζητούμενο για τη χώρα σήμερα είναι η σταθερότητα και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Η ελληνική κυβέρνηση, από την άλλη, οφείλει να αντιπαρατεθεί στην Tρόικα με ένα «οπλοστάσιο» διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μέτρων, τα οποία θα αυξήσουν την αξιοπιστία της και θα ενισχύσουν τη διαπραγματευτική της θέση. Η έμφαση θα πρέπει να δοθεί κυρίως στο θέμα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Επίσης, θα πρέπει να προχωρήσουν με ταχύτερα βήματα οι αποκρατικοποιήσεις, καθώς και οι μεταρρυθμίσεις με στόχο την άρση ρυθμιστικών εμποδίων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό από όλες τις πλευρές είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν το μόνο αποτελεσματικό αντίδοτο στο φαύλο κύκλο της ύφεσης, που πλήττει εδώ και έξι χρόνια την ελληνική οικονομία.
Δημήτρης Δασκαλόπουλος,
πρόεδρος του ΣΕΒ
Κλειδί της ανάτασης η ελάφρυνση του χρέους
Οι εταίροι μας καταλογίζουν στο ελληνικό πολιτικό κατεστημένο μεταρρυθμιστική απροθυμία και ολιγωρία, καθώς και αποτυχία στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει. Ίσως αυτό να αληθεύει. Εκείνο, όμως, που θα πρέπει να τονιστεί, είναι ότι τη διαχρονική αυτή υστέρηση την πληρώνει η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας για τέταρτο συνεχόμενο χρόνο. Η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης ισοδυναμεί με δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του λαού μας, χωρίς να προσφέρει διέξοδο. Αν για την Ελλάδα είναι απαραίτητο να επιδοθεί ειλικρινά στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, για την Ευρώπη είναι αναγκαίο να άρει την αβεβαιότητα που δημιουργείται από το βάρος του δημόσιου χρέους. Γιατί μόνο τότε θα εισρεύσουν κεφάλαια, θα γίνουν επενδύσεις, θα δημιουργηθούν δουλειές, θα καταστεί δυνατή η ανάπτυξη της οικονομίας -όλα βασικές προϋποθέσεις για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Δεν είναι όμως μόνο η Ελλάδα που μαστίζεται από την κρίση. Τα τελευταία χρόνια ολόκληρη η Ευρώπη είναι δέσμια μίας ορθοδοξίας που έχει αναγορεύσει σε δόγμα τις πολιτικές λιτότητας, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του παραγωγικού της ιστού και την αποδυνάμωση της κοινωνικής της συνοχής.
Η κρίση αυτή δεν αντιμετωπίζεται μόνο με γραφειοκρατικούς σχεδιασμούς και κανονιστικές αποφάσεις. Απαιτεί ριζοσπαστικές επιλογές και πολιτικές μακράς πνοής για να αναγεννηθεί το ευρωπαϊκό ιδεώδες. Ο πολιτικός χρόνος, όπως και οι κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης, τρέχουν γρηγορότερα από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης καλούνται να ξαναδούν τη δημοσιονομική πολιτική όχι ως δόγμα λιτότητας, αλλά ως εργαλείο ανάπτυξης. Να υιοθετήσουν στοχευμένες πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης ώστε να γεφυρώσουν το χάσμα Βορά – Νότου. Να αναμορφώσουν χωρίς να συρρικνώσουν το κοινωνικό κράτος. Και να επιδιώξουν να γίνει επιτέλους το ευρώ ένα πραγματικά ενιαίο νόμισμα, μέσω της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ενοποίησης και της έκδοσης ευρωομολόγων.
Αθανάσιος Σαββάκης,
πρόεδρος Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος
Η βιομηχανία βασική συνιστώσα της ανάπτυξης
Μετά τη δραματική μείωση του ΑΕΠ της χώρας μας τα τελευταία πέντε χρόνια, θεωρώ ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δεν είναι προφανής, ενώ στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε είναι παρακινδυνευμένο να γίνουν οι οποιεσδήποτε προβλέψεις.
Για τον ΣΒΒΕ, αυτό που πρέπει να γίνει είναι η άμεση λήψη μεταρρυθμιστικών αποφάσεων οι οποίες θα υποβοηθήσουν έμπρακτα την καθημερινή λειτουργία των επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει οπωσδήποτε η κυβέρνηση να δώσει βάρος από τώρα στην αντιστροφή του κύματος αποβιομηχάνισης της χώρας και της μείωσης της μεταποιητικής παραγωγής. Και τούτο διότι τα τελευταία έξι χρόνια η μεταποιητική βάση της χώρας έχει μειωθεί κατά 35%, ποσοστό που είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό απ’ όλους ότι η βιομηχανία είναι βασική συνιστώσα της ανάπτυξης και έχει σημαντικές πολλαπλασιαστικές θετικές επιπτώσεις σε όλο το κύκλωμα της οικονομίας, που είναι πολύ μεγαλύτερες από τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να αντιληφθεί ότι χωρίς παραγωγή και χωρίς βιομηχανία, το μέλλον της χώρας μας είναι απολύτως αβέβαιο.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΒΒΕ προτείνει το σχεδιασμό και την υλοποίηση συγκεκριμένης βιομηχανικής πολιτικής για τη χώρα, η οποία θα στοχεύει στη συμμετοχή της μεταποίησης στο σχηματισμό του εθνικού ΑΕΠ από 9% που είναι σήμερα, στο 12%, μέχρι το έτος 2020.
Παράλληλα, θα πρέπει να ασκηθούν έμμεσες κλαδικές βιομηχανικές πολιτικές που στόχο θα έχουν την ανάδειξη προϊόντων, τομέων και κλάδων της εγχώριας παραγωγής, με σαφείς προοπτικές διεθνούς ανάπτυξης.
Τέλος, προτείνουμε προς την πολιτεία, στο πλαίσιο του σχεδιασμού του νέου ΕΣΠΑ, το 80% των κονδυλίων κατά την επόμενη προγραμματική περίοδο να αξιοποιηθεί για την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της μεταποιητικής βάσης.
Δρ. Βασίλης Αποστολόπουλος,
πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Επιχειρηματιών
Πρέπει να δοθούν κίνητρα στις επιχειρήσεις
Η ελληνική οικονομία έχει περάσει μια σπάνια δοκιμασία μετά από την παρατεταμένη εξαετή ύφεση, που έχει μειώσει σωρευτικά το ΑΕΠ κατά 30% και έχει καταργήσει 1,5 εκ θέσεις εργασίας. Παρότι το πρόβλημα ξεκίνησε από το υπερτροφικό δημόσιο, την κακοδιαχείριση και τα ελλείμματά του και παρά το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας έδειξε γρήγορα αντανακλαστικά στην περιστολή δαπανών και το γενικό νοικοκύρεμά του, τελικά πλήρωσε το βαρύτερο τίμημα τόσο στο επίπεδο των εργαζομένων που έχασαν τις δουλειές τους όσο και στο επίπεδο των επιχειρήσεων που βούλιαξαν.
Ο λόγος για τις δυσανάλογα μεγάλες απώλειες του ιδιωτικού τομέα ήταν ότι αφενός το μείγμα πολιτικής με την υψηλή φορολογία ήταν λάθος, αφετέρου διότι η κρίση του τραπεζικού συστήματος δημιούργησε συνθήκες πέρα από τον έλεγχο των επιχειρήσεων. Στην επιδείνωση του κλίματος συνέβαλε και η σκληρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, η οποία παρότι διέθεσε ρευστότητα, κράτησε σκληρό το ευρώ.
Η χώρα μας, σε αντίθεση με την Ιρλανδία, υιοθέτησε την πολιτική της υψηλής φορολογίας, με αποτέλεσμα να στερήσει από τον ιδιωτικό τομέα τη δυνατότητα να πρωτοστατήσει στην ανακοπή της ύφεσης και την επιστροφή στην ανάκαμψη. Καθώς λοιπόν πλησιάζουμε προς το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα, που θα έχει σημαντική ψυχολογική σημασία για τις εξελίξεις και τον περαιτέρω δανεισμό της χώρας, η κυβέρνηση και η Τρόικα θα πρέπει να ακούσουν με προσοχή τις φωνές του επιχειρηματικού κόσμου και να μειώσουν ραγδαία τη φορολογία και συνακόλουθα και το κόστος ενέργειας.
Το Κράτος θα πρέπει να συνεχίσει το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής μέσα από περιστολή των δαπανών του και να βοηθήσει την επιχειρηματικότητα με την απόδοση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, αλλά και με απλούστευση των διαδικασιών, αποδεχόμενο τις εισηγήσεις του ιδιωτικού τομέα ανά κλάδο και όχι τις εισηγήσεις των κρατικών μανδαρίνων που συντηρούν τη διαφθορά.
Σίμος Αναστασόπουλος,
Πρόεδρος, Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου
Πολιτική σταθερότητα και αποκατάσταση ρευστότητας
Σήμερα, 6 χρόνια μετά την απότομη προσγείωση μας στην σκληρή πραγματικότητα της παγκόσμιας οικονομίας, είμαστε κατά 25% πτωχότεροι και τυχεροί αν εξακολουθούμε να έχουμε αμειβόμενη απασχόληση. Όμως, με μεγάλη προσπάθεια, αξιοθαύμαστη κοινωνική συνοχή και με μεγάλο κόστος στην πραγματική οικονομία, πήραμε δύσκολα μέτρα για να πετύχουμε δημοσιονομική προσαρμογή και να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της οικονομίας μας. Μετά την εποχή των δανεικών, της κατανάλωσης και της αφθονίας, προσαρμοστήκαμε επώδυνα στις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Τώρα οφείλουμε να συνεχίσουμε την προσπάθεια με σθένος. Οι συνθήκες συνηγορούν και οι εξελίξεις δικαιώνουν τις επιλογές μας.
Τα πρόσφατα δημοσιονομικά αποτελέσματα και η αναγνώριση της εθνικής προσπάθειας για έξοδο από την κρίση διαμορφώνουν για πρώτη φορά κατάλληλες συνθήκες για σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας. Η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι σημαντική γιατί έχει συμβολική σημασία. Δίνει το σήμα στις αγορές ότι η οικονομία στην Ελλάδα σταθεροποιείται και έτσι μπαίνει στο ραντάρ των επενδυτών.
Μας δίνει ξανά την ευκαιρία να προσελκύσουμε τα κεφάλαια που τόσο έχει ανάγκη η οικονομία. Αυτή την ευκαιρία πρέπει σήμερα να εκμεταλλευτούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, επιταχύνοντας και ολοκληρώνοντας τις μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονίζοντας τη δημόσια διοίκηση.
Δεν μπορεί να παραβλεφθεί η κατάσταση στην πραγματική οικονομία που είναι το θύμα της πολιτικής λιτότητας και της συνεχιζόμενης ύφεσης και η δυσχερής κατάσταση που βρίσκεται η μέση Ελληνική οικογένεια, όμως έχει πλέον γίνει αντιληπτή η κρισιμότητα της περίστασης και το έλλειμμα αξιόπιστων εναλλακτικών επιλογών. Η προσπάθεια συνεχίζεται και η θετική κατάληξη της στηρίζεται στα αυτονόητα. Διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας, σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητας στην αγορά και έμπρακτη αναγνώριση των δεσμεύσεων των φίλων και δανειστών για την ρύθμιση του χρέους μας σε βιώσιμα επίπεδα.