Συνθήκες ανάκαμψης του επιχειρηματικού τομέα στην Ελλάδα διαπιστώνει η Εθνική Τράπεζα στο νέο τεύχος της εξαμηνιαίας έρευνας συγκυρίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) που βασίζεται σε δείγμα περίπου 1.000 εταιρειών.
Συγκεκριμένα, η μελέτη αποκαλύπτει δύο βασικές δυνάμεις που λειτουργούν το τελευταίο διάστημα στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων . Αφενός το επιχειρηματικό κλίμα βελτιώνεται συνεχώς, όπως αποτυπώνεται στην ανοδική πορεία του Δείκτη Εμπιστοσύνης της ΕΤΕ για τις ΜμΕ (κατά 20 μονάδες τους τελευταίους 12 μήνες), εφετέρου σε ένα πλαίσιο δύσκολων συνθηκών, οι ΜμΕ καταφέρνουν να στρέφονται στην καινοτόμια ως μια υγιή διέξοδο από την κρίση.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό των καινοτόμων ΜμΕ έχει φθάσει πλέον στο 30% του τομέα ΜμΕ από 20% πριν το 2008 και ως συνέπεια τα καινοτόμα προϊόντα ή υπηρεσίες καλύπτουν το 11% του κύκλου εργασιών του τομέα των ΜμΕ από 7% πριν το 2008.
Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα η σταδιακή βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος που παρατηρείται τους τελευταίους 12 μήνες αρχίζει να λειτουργεί ενισχυτικά στη χρηματοικονομική υγεία των ΜμΕ. Συγκεκριμένα, η σφοδρότητα του προβλήματος ρευστότητας φαίνεται να ακολουθεί (με χρονική υστέρηση ενός εξαμήνου) τη βελτίωση του δείκτη εμπιστοσύνης – με το ποσοστό των ΜμΕ που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας να περιορίζεται στο 33% κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2013 από 40% ένα χρόνο πριν.
Οι αναλυτές της Εθνικής αναφέρουν πως η σταδιακή ανάκαμψη του τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι όλοι οι δείκτες που μετρούν το επίπεδο δυσχέρειας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων προσέγγισαν το μέγιστο επίπεδό τους στα τέλη του 2012 (όπως το ποσοστό των ΜμΕ που βρίσκονται σε κατάσταση επιβίωσης και το ποσοστό των ΜμΕ με σοβαρό πρόβλημα υπερδανεισμού). Παράλληλα, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος δείχνει να λαμβάνει γενικευμένες διαστάσεις, καθώς όλοι οι κλάδοι των ΜμΕ (βιομηχανία, εμπόριο, υπηρεσίες και κατασκευές) εμφανίζουν υψηλότερο δείκτη εμπιστοσύνης το 2013 σε σχέση με το 2012 – με τη βιομηχανία να ξεχωρίζει θετικά και τις κατασκευές να παραμένουν πιο ευάλωτες.
Η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος οδηγεί τις ΜμΕ σε πιο επιθετικά επενδυτικά σχέδια. Συγκεκριμένα, το 80% των ΜμΕ προτίθεται να προβεί την επόμενη διετία σε κάποιου είδους επένδυση, έναντι ποσοστού 67% στο τέλος του 2012. Η επέκταση σε νέες αγορές ή προϊόντα παραμένει επενδυτική προτεραιότητα.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση, η Εθνική υποστηρίζει πως η κατάσταση εμφανίζεται βελτιωμένη – με το 31% του τομέα των ΜμΕ να αναζητά χρηματοδότηση και το 70% να επιτυγχάνει έγκριση της αίτησής του. Αν και το κομμάτι των ΜμΕ που έχει ακάλυπτες ανάγκες χρηματοδότησης (κυρίως γιατί δεν έκαναν αίτηση και δευτερευόντως λόγω απόρριψης της αίτησής τους) δείχνει να αυξάνεται (42% έναντι 33% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2013), η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως σε μια γενικότερη στάση αποφυγής του δανεισμού που αρχίζει να υιοθετείται από ένα όλο και αυξανόμενο μερίδιο των ΜμΕ. Η αλλαγή αυτή στην κουλτούρα των ΜμΕ ουσιαστικά αντικατοπτρίζει την από πολλές πλευρές υγιή στροφή τους σε χρηματοδότηση μέσω ιδίων κεφαλαίων (το 50% των ΜμΕ προτίθεται να χρηματοδότησει τις μελλοντικές του επενδύσεις μέσω ιδίων κεφαλαίων έναντι ποσοστού 40% ένα χρόνο πριν). Σημειώνουμε ότι μόλις το 5% του τομέα των ΜμΕ δήλωσε ότι οι δυσμενείς όροι δανεισμού το εμπόδισαν από το να αναζητήσει χρηματοδότηση.
Η Εθνική Τράπεζα σημείωνει πως βάσει διεθνών δεικτών το περιβάλλον καινοτομίας στην Ελλάδα εμφανίζεται αδύναμο – με ακόμα πιο ανησυχητικό το γεγονός ότι η απόκλιση της Ελλάδας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο μεγεθύνεται κατά την τελευταία πενταετία. Ως συνέπεια αυτού, μόνο το 15% των ΜμΕ είναι στρατηγικά καινοτόμες, το 50% δεν καινοτομεί και το υπόλοιπο 35% καινοτομεί μόνο περιστασιακά.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα του ευρύτερου περιβάλλοντος για την καινοτομία στην Ελλάδα φαίνεται να προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά των ΜμΕ . Οι χαμηλές επιχειρηματικές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη στην Ελλάδα εμποδίζουν τις ΜμΕ από το να παράγουν πρωτογενή καινοτομία με αποτέλεσμα σχεδόν το ½ της καινοτομικής τους δραστηριότητας να αποτελεί προσαρμογή καινοτομιών άλλων επιχειρήσεων. Η δε σχετικά ικανοποιητική ερευνητική δραστηριότητα στην Ελλάδα δεν έχει επαρκή κανάλια μετάδοσης της προς τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα ένα χαμηλό ποσοστό της καινοτομικής δραστηριότητας των ΜμΕ (20%) να προκύπτει από εξωτερικές συνεργασίες.
Ενώ το ευρύτερο περιβάλλον καινοτομίας φαίνεται να έγινε δυσχερέστερο κατά την τελευταία πενταετία, το ποσοστό των ΜμΕ που καινοτόμησαν αυξήθηκε σε 30% το 2013 από 20% το 2008 – πιθανότατα συνειδητοποιώντας ότι μια τέτοια στρατηγική είναι μια διέξοδος από την κρίση. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η πλειοψηφία των καινοτόμων ΜμΕ στράφηκε κυρίως σε ανάπτυξη τεχνολογικής καινοτομίας – το 45% αυτών προχώρησε σε ανάπτυξη νέων προϊόντων ή υπηρεσιών και το 16% σε υιοθέτηση νέων διαδικασιών (π.χ. νέα τεχνολογία παραγωγής).
Αν και οι εξαγωγές καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών παραμένουν χαμηλές (αντανακλώντας τη χαμηλή επένδυση των ΜμΕ τα προηγούμενα χρόνια σε νέα για τη διεθνή αγορά προϊόντα και υπηρεσίες), η έρευνα μας αποτυπώνει μια στροφή των επιχειρήσεων στην ανάπτυξη νέων για τη διεθνή αγορά προϊόντων και υπηρεσιών ως κανάλι για να επιτύχουν εξωστρέφεια.
Η έρευνα υπογραμμίζει την οικονομική βαρύτητα της καινοτομίας, η οποία φαίνεται να ενισχύει σημαντικά την χρηματοοικονομική υγεία των ΜμΕ:
Οι καινοτόμες ΜμΕ είναι πιο δυναμικές, με το 40% αυτών να έχουν στόχο ανάπτυξης (έναντι 23% για τις μη καινοτόμες).
Επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην κρίση, με το 70% να μην αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας (έναντι 60% για τις μη καινοτόμες).
Έχουν υψηλότερο βαθμό εξωστρέφειας, με το 48% να είναι εξωστρεφείς (έναντι 31% για τις μη καινοτόμες).
Τα καινοτόμα προϊόντα ή υπηρεσίες καλύπτουν το 37% του κύκλου εργασιών των καινοτόμων ΜμΕ.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης αν στο 26% των ΜμΕ που αναφέρουν ότι προτίθενται να καινοτομήσουν στο μέλλον καταφέρει να προστεθεί το 16% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που παραμένουν αβέβαιες, τότε το ποσοστό που θα καινοτομήσει την επόμενη διετία μπορεί να ξεπεράσει το 40% (από 30% την τελευταία πενταετία και 20% για την περίοδο πριν το 2008).