Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη έκθεση του υπουργού Υγείας των ΗΠΑ που χαρακτήρισε το κάπνισμα κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, ο απολογισμός των συνεπειών του καπνίσματος εξακολουθεί να αυξάνεται, καθώς στον κατάλογο προστίθενται ο καρκίνος του ήπατος και ο ορθοκολικός καρκίνος, ο διαβήτης, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ακόμη και η στυτική δυσλειτουργία, σύμφωνα με μια έκθεση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η έκθεση, η πρώτη εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία, διαπιστώνει πως το κάπνισμα έχει σκοτώσει πρόωρα περισσότερους από 20 εκατομμύρια Αμερικανούς στα τελευταία 50 χρόνια, και προειδοποιεί πως, αν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, άλλοι 5,6 εκατομμύρια Αμερικανοί, που σήμερα είναι παιδιά, κινδυνεύουν να πεθάνουν πρόωρα.
Παρόλο που τα ποσοστά των καπνιστών μεταξύ των ενηλίκων έχουν μειωθεί σήμερα στο 18%, από το 43% των Αμερικανών που κάπνιζαν το 1965, καθημερινά περισσότεροι από 3.200 νέοι κάτω των 18 ετών δοκιμάζουν το πρώτο τους τσιγάρο, διαπιστώνεται στην έκθεση.
«Φτάνει πια», δήλωσε σε τηλεφωνική συνέντευξή του ο ασκών χρέη υπουργού Υγείας (Surgeon General) των ΗΠΑ δρ Μπόρις Λούσνιακ. «Είναι ανάγκη να εξαλείψουμε τη χρήση των τσιγάρων και να δημιουργήσουμε μια γενιά απαλλαγμένη από το κάπνισμα».
Ο Λούσνιακ καλεί τις επιχειρήσεις, τις πολιτειακές και τοπικές αρχές και την κοινωνία ως σύνολο να βάλουν τέλος στο κάπνισμα μέσα στο χρονικό διάστημα μιας γενιάς, μέσω εντατικών εκστρατειών στα μέσα ενημέρωσης, πολιτικών για περιβάλλον χωρίς καπνό, φόρων στα προϊόντα καπνού, απρόσκοπτης πρόσβασης σε θεραπείες για τη διακοπή του καπνίσματος και αύξησης των δαπανών των πολιτειακών και τοπικών αρχών για τον έλεγχο του καπνού.
«Στο θέμα αυτό δεν αρκεί πλέον μόνον η ομοσπονδιακή καθοδήγηση», δήλωσε. «Για να έχουμε αποτέλεσμα, πρέπει να απευθυνθούμε στη βιομηχανία. Πρέπει να απευθυνθούμε στους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης και να τους θυμίσουμε ότι το πρόβλημα δεν έχει ακόμη λυθεί».
Η έκθεση, με τίτλο «Οι συνέπειες του καπνίσματος στην υγεία, 50 χρόνια προόδου», καταγράφει τα αυξανόμενα επιστημονικά δεδομένα που δείχνουν τις ασθένειες και τα προβλήματα υγείας που προκαλούνται από το κάπνισμα αφότου ο δρ Λούθερ Τέρι εξέδωσε, την 1η Ιανουαρίου 1964, την έκθεση-ορόσημο, η οποία επιβεβαίωσε για πρώτη φορά πως το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο του πνεύμονα.
Σ’ αυτή την πρώτη έκθεση, μόνον ο καρκίνος του πνεύμονα συνδεόταν με το κάπνισμα.
«Τώρα έχουμε φτάσει τους 13 -το 2014, 13 διαφορετικοί καρκίνοι συνδέονται με το κάπνισμα», δήλωσε ο Λούσνιακ.
Η νέα έκθεση προσθέτει τον καρκίνο του ήπατος και τον ορθοκολικό καρκίνο στον κατάλογο αυτό, όμως καταγράφει επίσης αρκετά άλλα προβλήματα υγείας που προκαλούνται από το κάπνισμα, περιλαμβανομένου του διαβήτη, της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και προβλημάτων στη λειτουργία του ανοσοποιητικού, και της υπερωιοσχιστίας στα νήπια.
Στην έκθεση περιλαμβάνεται επίσης το εντυπωσιακό συμπέρασμα ότι η έκθεση στο παθητικό κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο του εγκεφαλικού κατά 20 ως 30%.
«Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι ακόμη και 50 χρόνια μετά, εξακολουθούμε να βρίσκουμε νέους τρόπους με τους οποίους ο καπνός σακατεύει και σκοτώνει ανθρώπους», δήλωσε σε τηλεφωνική συνέντευξή του ο δρ Τόμας Φρίντεν, διευθυντής των αμερικανικών Κέντρων για τον Έλεγχο και την Πρόβλεψη Ασθενειών.
Ο ίδιος δήλωσε πως στην έκθεση διαπιστώνεται ότι το κάπνισμα κοστίζει στη χώρα 130 δισεκ. ευρώ κάθε χρόνο σε άμεσες ιατρικές δαπάνες.
Ο Φρίντεν επανέλαβε ότι οι προσπάθειες για τον έλεγχο του καπνού έσωσαν τα 50 τελευταία χρόνια ως και 8 εκατομμύρια ζωές, αλλά υπογράμμισε ότι χρειάζεται να γίνουν πολύ περισσότερα για να εξαλειφθεί το κάπνισμα, το οποίο παραμένει στις ΗΠΑ η κορυφαία αιτία θανάτων που θα ήταν δυνατό να προληφθούν.
Ο ίδιος κάλεσε τις Πολιτείες να αυξήσουν την επένδυσή τους στην πρόληψη του καπνίσματος. Ο Φρίντεν τονίζει πως οι Πολιτείες παίρνουν 80 δολάρια κατά κεφαλήν από τις καπνοβιομηχανίες στο πλαίσιο ενός μεγάλου νομικού διακανονισμού που επιτεύχθηκε το 1998, όταν οι μεγάλοι κατασκευαστές προϊόντων καπνού συμφώνησαν να καταβάλουν 206 δισεκατομμύρια δολάρια σε 46 Πολιτείες για να συμβάλουν στην κάλυψη του κόστους της θεραπείας καπνιστών που νοσούν.
Παρόλο που τα Κέντρα για τον Έλεγχο και την Πρόβλεψη Ασθενειών συνιστούν στις Πολιτείες να δαπανούν τουλάχιστον 12 δολάρια κατά κεφαλήν για τον έλεγχο του καπνίσματος, «αυτή τη στιγμή οι Πολιτείες δαπανούν μόλις περίπου 1,50 δολάριο και το ποσό αυτό μειώνεται τα τελευταία χρόνια», δήλωσε ο Φρίντεν.
Ο Χάρολντ Ουίμερ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Αμερικανικής Πνευμονολογικής Ένωσης, δήλωσε πως η νέα έκθεση, η οποία δημοσιοποιείται λίγο μετά την 50η επέτειο της έκθεσης-ορόσημου του 1964, προσφέρει μια ευκαιρία για να ανανεωθεί η πολιτική δέσμευση για τον τερματισμό της επιδημίας του καπνίσματος.
«Η πρόοδος των τελευταίων 50 ετών, το γεγονός ότι τα ποσοστά των καπνιστών μειώθηκαν κάτω από το μισό αποτρέποντας 8 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους, επιτεύχθηκε μόνο μέσω εντατικής και επίμονης δράσης», δήλωσε ο Ουίμερ. «Μόνον αν δεσμευθούμε και πάλι σ’ ένα αυξημένο επίπεδο δράσης θα μπορέσουμε να φέρουμε εις πέρας την αποστολή αυτή».
Στην έκθεση θίγεται εν συντομία το αυξανόμενα αμφιλεγόμενο θέμα των ηλεκτρονικών τσιγάρων. Σημειώνεται πως μεγάλες καπνοβιομηχανίες, όπως η Altria Group Inc, γνωστή για τα τσιγάρα Marlboro, η Reynolds American Inc, που παράγει τα τσιγάρα Camel και η Lorillard Inc, που παράγει τα τσιγάρα Newport, έχουν επενδύσει στα ηλεκτρονικά τσιγάρα.
Προηγούμενες μελέτες ανέφεραν ότι καπνιστές μπορούν να χρησιμοποιούν τις συσκευές αυτές ως εργαλεία για να κόψουν το κάπνισμα. Ωστόσο εκφράζονται ανησυχίες πως τα ηλεκτρονικά τσιγάρα μπορεί να εισαγάγουν περισσότερους ανθρώπους στη νικοτίνη, την εθιστική χημική ουσία που υπάρχει στον καπνό. Τα ηλεκτρονικά τσιγάρα που προτείνουν γεύσεις φρούτων και καραμέλας είναι ακόμη πιο ανησυχητικά, λένε οι επικριτές, επειδή μπορεί να εισαγάγουν παιδιά στο κάπνισμα.
Επίσης, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτηματικά σχετικά με την ασφάλεια των ατμών που απελευθερώνονται από τις συσκευές αυτές.
Ο Λούσνιακ δήλωσε πως δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτών των προϊόντων ή για το αν η χρήση τους μπορεί να καθυστερεί τους καπνιστές να κόψουν το κάπνισμα ή να οδηγεί πρώην καπνιστές σε υποτροπή. Οργανώσεις υγείας και εισαγγελείς Πολιτειών ασκούν πίεση στην Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) να επιβάλει κανονιστικές ρυθμίσεις στα ηλεκτρονικά τσιγάρα.