Πρωτοβουλία για τη μείωση του ενεργειακού κόστους των ελληνικών επιχειρήσεων ανέλαβε ο υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Γιάννης Μανιάτης, στο πλαίσιο της χάραξης της Ευρωπαϊκής Ενεργειακής και Κλιματικής Πολιτικής.
Με την πρωτοβουλία αυτή, η Ελλάδα για πρώτη φορά, υποστηρίζει και προτείνει να υπάρξει ειδική μέριμνα:
• για χώρες που εμφανίζουν παρατεταμένη οικονομική ύφεση, και
• για χώρες που η γεωγραφική τους θέση τις καθιστά ευάλωτες στον ανταγωνισμό από χώρες που δεν είναι ενταγμένες στο μηχανισμό δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων CO2.
Όπως σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωση, για την τεκμηρίωση της ελληνικής θέσης, το ΥΠΕΚΑ υπέβαλλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στις θεματικές επιτροπές χάραξης κλιματικής πολιτικής της Ε.Ε., ολοκληρωμένη μελέτη σχετικά με τις επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Οικονομίας από την προτεινόμενη αλλαγή του Μηχανισμού Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (EU Emission Trading System – ETS), καθώς και από την αλλαγή της μεθοδολογίας προσδιορισμού των χωρών που κινδυνεύουν από το φαινόμενο της «διαρροής άνθρακα» (Carbon leakage).
Η υποχρέωση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να αγοράζουν το σύνολο ή ένα τμήμα των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων CO2, οδηγεί σε αύξηση του ενεργειακού κόστους και έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, που μπορεί να μεταφραστεί είτε σε αύξηση της ανεργίας, είτε σε οικονομική συρρίκνωση νευραλγικών τομέων της οικονομίας. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις που πλήττονται περισσότερο είναι αυτές που το κόστος παραγωγής τους συνδέεται σημαντικά με το ενεργειακό κόστος, καθώς και αυτές που δραστηριοποιούνται σε αγορές με ανταγωνισμό από εταιρείες τρίτων χωρών οι οποίες δεν επιβαρύνονται με το άμεσο ή έμμεσο κόστος των εκπομπών ρύπων.
H Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέποντας την κατάσταση αυτή σχεδίασε την Οδηγία 2009/29/ΕΚ όπου δίνει την δυνατότητα για εφαρμογή ειδικών μέτρων για ορισμένες επιχειρήσεις, ώστε αυτές να ενισχύονται οικονομικά αντισταθμίζοντας την αύξηση στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος που προέρχεται από το κόστος εκπομπών ρύπων.
Ωστόσο, όπως τονίζεται στην πρόταση, οι επιχειρήσεις αυτές στην Ελλάδα, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης και λόγω της γειτνίασης με κράτη που δεν επιβάλουν περιορισμούς στις εκπομπές ρύπων, είναι περαιτέρω εκτεθειμένες στον κίνδυνο «διαρροής άνθρακα» (carbon leakage), δηλαδή στην αυξημένη πιθανότητα να μην μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στην επιδείνωση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Σύμφωνα με τη μελέτη οι επιπτώσεις από το άμεσο και έμμεσο κόστος εκπομπών, σύμφωνα με τις τρέχουσες τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών στα χρηματιστήρια ενέργειας, εκτιμάται σε 380 εκατ. ευρώ, ήτοι περίπου 0,2 % του ΑΕΠ, και σε απώλεια 5.500 θέσεων εργασίας ετησίως για την ελληνική οικονομία για την περίοδο 2013-2020. Με δεδομένη την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το backloading, δηλαδή την απόσυρση από την αγορά 900 εκατ. δικαιωμάτων εκπομπών προκειμένου να προκληθεί τεχνητή αύξηση των τιμών τους, οι επιπτώσεις εκτιμώνται έως και 2.2 δις ευρώ, ήτοι 1,1% του ΑΕΠ, και απώλειας 32.700 θέσεων εργασίας για την ελληνική οικονομία. Σε περίπτωση που υπάρξει και εξαίρεση κλάδων από τη λίστα «διαρροής άνθρακα», τότε εκτιμάται επιπλέον κόστος 90-550 εκατ. Ευρώ και επιπλέον απώλειες 1.200 – 7.600 θέσεων εργασίας.
Το ΥΠΕΚΑ λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ζητά από την Ε.Ε. να εξεταστεί ουσιαστικά η ελληνική πρόταση για εφαρμογή ειδικών πολιτικών ενίσχυσης των ευάλωτων χωρών, οι οποίες θα αποβλέπουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας τους με παράλληλο σεβασμό, από την πλευρά των χωρών αυτών, όλων των δεσμεύσεων ενάντια στην κλιματική αλλαγή και στο φαινόμενο του θερμοκηπίου.
.