Η επιτυχία της ταινίας έκανε έξαλλα τα 1.500 πραγματικά θύματα του Jordan Belfort που έχασαν τις περιουσίες τους
Όταν η νέα ταινία του Leonardo DiCaprio, «The Wolf of Wall Street» έκανε την πρεμιέρα της στην πόλη του Bob Shearin, στο Manhattan Beach της Καλιφόρνια, ο 66χρονος ήταν ένας από τους πρώτους που αγόρασαν εισιτήριο για να τη δουν.
Το τρέιλερ της ταινίας υποσχόταν τρεις ώρες σεξ, ναρκωτικών και διαφθοράς στην ιστορία μιας ομάδας ανήθικων χρηματιστών της δεκαετίας του 1990, υπό την άριστη σκηνοθετική ματιά του Martin Scorsese. Όμως, το ενδιαφέρον του Shearin δεν σχετιζόταν με τίποτα από όλα αυτά. Ο επιχειρηματίας ήθελε να δει την ταινία γιατί είχε μια πικρή εμπειρία γύρω από το αντικείμενό της. Ήταν και ο ίδιος θύμα του πραγματικού λύκου της Wall Street, του Jordan Belfort.
Ο Belfort, το ρόλο του οποίου στην ταινία ενσαρκώνει ο DiCaprio, ήταν ο ιδρυτής και πρόεδρος της επενδυτικής εταιρίας Stratton Oakmont, με έδρα τη Νέα Υόρκη. Από το 1989 έως το 1997, η εταιρία αυτή έβγαλε τρομακτικά κέρδη, ακόμα και για τα δεδομένα της Wall Street, καθώς εξαπάτησε μικροεπενδυτές, που έχασαν εκατομμύρια δολάρια.
Ως ένας από αυτούς τους μικροεπενδυτές, ο Shearin δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος με το γεγονός ότι η ταινία εξιδανικεύει τα εγκλήματα του Belfort, παρουσιάζοντας το ηδονιστικό lifestyle του με χιούμορ.
Τα 1.500 θύματα του Belfort δεν μπορούν ακόμα να ξεπεράσουν το γεγονός ότι ο απατεώνας αυτός, που όπως έχει παραδεχθεί ήταν «ένα κτήνος που τροφοδοτούνταν από την απληστία», δεν επέστρεψε τα χρήματα που κατάφερε να τους αποσπάσει, παρότι ομοσπονδιακό δικαστήριο του έδωσε εντολή να αποζημιώσει όσους είχε εξαπατήσει με 110 εκατ. δολάρια, στο πλαίσιο της καταδίκης του για απάτη και ξέπλυμα χρήματος, το 2003.
Τα θύματα, πολλά εκ των οποίων έχασαν τις οικονομίες μιας ζωής, απογοητεύτηκαν επίσης όταν είδαν ότι ο DiCaprio έκανε ένα διαφημιστικό μήνυμα διάρκειας 30 δευτερολέπτων για τη νέα επιχείρηση του Belfort, στο πλαίσιο της οποίας ο απατεώνας δίνει συμβουλευτικές ομιλίες. Στο μήνυμα αυτό, ο ηθοποιός τον περιγράφει σαν «ένα λαμπρό παράδειγμα του πόσο η φιλοδοξία και η σκληρή δουλειά μπορούν να αλλάξουν τον άνθρωπο».
«Είναι καιρός ο κόσμος να σταματήσει να δοξάζει τους απατεώνες της Wall Street και να αποδοθεί δικαιοσύνη», τονίζει η Diane Nygaard, δικηγόρος που ειδικεύεται στις χρηματιστηριακές απάτες και εκπροσώπησε κάποια από τα θύματα του Belfort.
Κάπως έτσι, η ταινία «The Wolf of Wall Street» περιγράφει την ιστορία ενός Νεοϋορκέζου, που χρεοκόπησε σε ηλικία μόλις 24 ετών, λόγω της αποτυχίας της πρώτης του επιχείρησης, που πουλούσε κρέατα. Από την αγορά της μπριζόλας, ο επιχειρηματίας περνά στο χρηματιστήριο, και δύο χρόνια αργότερα, κατάφερε να βγάζει 49 εκατ. δολάρια το χρόνο. Δεν ήταν, ωστόσο, ευχαριστημένος, καθώς όπως έχει πει ο ίδιος, δεν έφτανε ούτε στο 1 εκατ. δολάρια την εβδομάδα.
Με αυτό τον τεράστιο πλούτο, ο Belfort υιοθέτησε ένα ξέφρενο lifestyle. Ιδιωτικά τζετ, πολυτελείς επαύλεις, σωματοφύλακες, ναρκωτικά, σαμπάνια και άγριο σεξ, ακόμα και πάνω σε εκατομμύρια δολάρια. Ξεκινώντας από πολύ χαμηλά, λειτουργώντας από ένα μικρό δωμάτιο σε μια αντιπροσωπεία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, η Stratton Oakmont επεκτάθηκε ταχύτατα, έως ότου απασχολούσε 1.000 νέους χρηματιστές, που έπειθαν τον κόσμο να επενδύσει τηλεφωνικά.
Συχνά, όμως, δεν πουλούσαν τίποτα άλλο από κενές υποσχέσεις. Από το 1990 έως το 1997, η Stratton Oakmont ειδικεύτηκε στην κλασική απάτη της Wall Street, “pump-and-dump”. Αυτό που έκανε, ήταν να αγοράζει πακέτα μετοχών μικρών εισηγμένων και στη συνέχεια να προωθεί επιθετικά τις υπόλοιπες μετοχές σε επενδυτές, προκειμένου να φουσκώσει τεχνητά την τιμή. Μετά από αυτό, πουλούσε τις δικές της μετοχές στην αγορά, οδηγώντας την τιμή σε κατάρρευση, αφότου όμως η ίδια είχε βγάλει ένα καλό κέρδος.