Κλειδί για την επιτυχία των stress tests οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών
Οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών θα τεθούν και πάλι «επί τάπητος», αμέσως μόλις ξεκινήσει ο νέος γύρος διαβουλεύσεων κυβέρνησης – τρόικας, ώστε ο επανακαθορισμός των κριτηρίων που θα υιοθετηθούν για την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης θα συντελέσει στην ολοκλήρωση της άσκησης προσομοίωσης εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ).
Έτσι, αφού πρωτίστως κατασπαταλήθηκε πολύτιμος χρόνος με τακτικισμούς, από την πλευρά βεβαίως της ελληνικής κυβέρνησης, οι τράπεζες ενεργούν με την αισιοδοξία – ελπίδα ότι η όλη διαπραγμάτευση θα «κλειδώσει» τάχιστα, ώστε να μην διασαλευτεί η εμπιστοσύνη επενδυτών και καταναλωτών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Το ελληνικό «οπλοστάσιο»
Δεδομένου ότι η άποψη, πως η ελληνική κρίση φτάνει στο τέλος της, κερδίζει συνεχώς έδαφος σε παγκόσμια κλίμακα, οπότε η ελληνική Οικονομία εισέρχεται πλέον σε φάση ανάκαμψης, η κυβέρνηση επιθυμεί να περάσει στην τρόικα την θέση ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τεχνικές και μεθοδεύσεις που θα είναι εύκολα διαχειρίσιμες.
Πιστωτές, κυβέρνηση και διεθνείς οργανισμοί, εκτιμούν ότι αναμένεται μια οριακή άνοδος του ΑΕΠ -επιχείρημα που η τρόικα πολύ δύσκολα θα απορρίψει. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι οι δανειστές μας δεν θα δεχθούν άλλα βασικά αιτήματα, όπως η μείωση του ελάχιστου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας στα επίπεδα που ισχύουν για τα πανευρωπαϊκά stress tests (8% στο βασικό σενάριο, 6% στο δυσμενές) καθώς και για πλήρη αναγνώριση του αναβαλλόμενου φόρου στον προσδιορισμό των κεφαλαιακών αναγκών.
Αυτό αποτελεί το βασικό σενάριο. Αλλά ακόμη κι έτσι, ενδεχόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιορισμός των κεφαλαιακών αναγκών μειώνει σημαντικά το μέγεθός τους, αφού το σενάριο προβλέπει ανάπτυξη της τάξεως του 0,6% για το 2014, η οποία θα ανέλθει στο 2,95% το 2015 και θα φθάσει στο 3,74% το 2016.
Μεταξύ 2 και 4,5 δισ. ευρώ ο λογαριασμός των αναγκών
Σε αυτή την περίπτωση (βασικό σενάριο) το ύψος των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών θα διαμορφωθεί μεταξύ 2 και 4,5 δισ. ευρώ, καθώς δεν έχουν διευκρινισθεί ακόμη επιμέρους παραδοχές στον προσδιορισμό του μεγέθους τους.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, στην προηγούμενη άσκηση προσομοίωσης της ΤτΕ (το 2012) για τον τελικό προσδιορισμό των κεφαλαιακών αναγκών, προσμετρήθηκαν -πέραν των εκτιμήσεων της BlackRock για τις αναμενόμενες ζημίες πιστωτικού χαρτοφυλακίου- και η δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου, με βάση τους υπολογισμούς για προ προβλέψεων κέρδη των business plans, αλλά και οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων.
Δεν είναι τυχαίο ότι, ολοκληρώνοντας την αύξηση κεφαλαίου το καλοκαίρι, η Εθνική είχε Core Tier I πολύ χαμηλότερο σε σχέση με τις Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς, αφού η ΤτΕ είχε αναγνωρίσει ότι τα βασικά εποπτικά κεφάλαιά της θα ενισχυθούν από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων –κάτι το οποίο εν μέρει συνέβη (π.χ. πώληση Πανγαία, διαγωνισμός για Αστήρ Παλάς).
Περιττές οι ΑΜΚ
Αν υιοθετηθεί η ίδια μέθοδος, τότε, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, το ύψος των τελικών κεφαλαιακών αναγκών θα διαμορφωθεί κοντά στο χαμηλό του εύρους των 2 – 4,5 δισ. ευρώ, ώστε καμία άλλη τράπεζα (πλην της Eurobank) δεν θα χρειασθεί να προσφύγει σε ΑΜΚ.
Με δεδομένο ότι η DG Comp επιβάλλει την πώληση non core business assets, αλλά και τη μείωση της έκθεσης στις αγορές του εξωτερικού (θα δεσμεύσει γι’ αυτό τις συστημικές τράπεζες με τα τελικά πλάνα αναδιάρθρωσης), είναι δύσκολο να αγνοηθεί η παραπάνω παράμετρος.