Η UBS AG δήλωσε σήμερα ότι επέστρεψε στα κέρδη στο δ΄ τρίμηνο καθώς η μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας προωθεί τις ενέργειες στην προσπάθειά της να καταστεί λειτουργική, σε μικρότερη μορφή.
Η UBS, η οποία υπέστη σημαντικό πλήγμα στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης πριν από έξι χρόνια και έχει έκτοτε προσπαθήσει να μετατρέψει την επιρρεπή στα σκάνδαλα επενδυτική της τράπεζα, σε ένα αξιόπιστο «συμπλήρωμα» στις δραστηριότητες-ορόσημο για την τράπεζα, διαχείρισης πλούτου, ανακοινώνοντας ότι τα αποτελέσματα αντανακλούν την «ευελιξία» του νέου της μοντέλου.
Η UBS έχει πουλήσει στοιχεία του ενεργητικού, έχει μειώσει τον ισολογισμό της και έχει περιορίσει τα πιο ριψοκίνδυνα ή exotic trades στην επενδυτική τράπεζα, καθώς προσπαθεί να πετύχει ένα «capital-light» μοντέλο.
Ανακοίνωσε καθαρά κέρδη δ΄ τριμήνου ύψους 917 εκατ. φράγκων (1 δισ. δολαρίων) σε σχέση με τις ζημιές των σχεδόν 1,9 δισ. φράγκων πριν από ένα χρόνο. Οι δραστηριότητες διαχείρισης πλούτου της τράπεζας, προσέλκυσαν σε καθαρά νέα κεφάλαια, 5,8 δισ. φράγκα, υπερδιπλάσιο ποσό σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Η επενδυτική τράπεζα της UBS επέστρεψε σε προ φόρων λειτουργικά κέρδη ύψους 297 εκατ. φράγκων, σε σχέση με τις ζημιές των 243 εκατ. φράγκων στην αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Η επενδυτική τράπεζα ανακοίνωσε 62 δισ. φράγκα σε risk-weighted assets, χαμηλότερα από το αυτοεπιβαλλόμενο όριο των 70 δισ. φράγκων για τις δραστηριότητες.
Τον Οκτώβριο η UBS έδωσε στους επενδυτές μια δυσάρεστη έκπληξη, αποκαλύπτοντας ότι έχει υποστεί πλήγμα από μια υποχρεωτική προσθήκη στον ισολογισμό της, από τις αρχές της Ελβετία. Η τράπεζα δήλωσε πως η ρυθμιστική αρχή, Finma, ζήτησε από την UBS να εξοικονομήσει περί τα 28 δισ. φράγκα προκειμένου να προστατευθεί από ενδεχόμενο όπως «απροσδιόριστες» μελλοντικές νομικές υποχρεώσεις.
Η απαίτηση αυτή οδήγησε την τράπεζα να δηλώσει ότι δεν θα είναι σε θέση πλέον να πετύχει το στόχο της για αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων 15% μέχρι το 2015. Ωστόσο, σήμερα η UBS δήλωσε ότι η μετά από την αναθεώρηση από την Finma, η απαίτηση αυτή μειώθηκε κατά περίπου 5 δισ. φράγκα.