«Η άσκηση είναι πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας πρόληψης αλλά και καταπολέμησης πολλών χρόνιων παθήσεων. Ειδικότερα, για τον καρκίνο του μαστού γνωρίζουμε ότι η άσκηση συντελεί πολύ σημαντικά στη μείωση της εμφάνισης της νόσου μέχρι και 80%, ενώ σε γυναίκες με διαγνωσμένη την ασθένεια, η άσκηση βοηθάει στην καλύτερη ποιότητα ζωής αλλά και μειώνει πολύ σημαντικά τα ποσοστά θνητότητας».
Τα παραπάνω αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ Γιώργος Μέτσιος, αναπληρωτής καθηγητής στην κλινική Εργοφυσιολογίας του αγγλικού Πανεπιστημίου Wolverhampton, διευθυντής του επιστημονικού εργαστηρίου του εν λόγω πανεπιστημίου και επίτιμος ερευνητής του μεγαλύτερου κέντρου καρδιακής αποκατάστασης στην Αγγλία.
Η έρευνά του επικεντρώνεται στις επιπτώσεις της άσκησης σε διαφορετικούς βιολογικούς παράγοντες, σε ασθενείς με χρόνιες παθήσεις, όπως χρόνιες φλεγμονώδεις ασθένειες, καρκίνος και καρδιοαγγειακές παθήσεις.
Οι φυσιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν σε αυτές τις ασκησιογενείς βελτιώσεις στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος, σημειώνει ο κ. Μέτσιος, αφορούν τη μειωμένη έκθεση του οργανισμού σε ανδρογόνα/οιστρογόνα, την αύξηση συγκεκριμένων ορμονών (όπως της δεσμευτικής σφαιρίνης ορμονών του φύλου), τη βελτίωση της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη, τη μείωση του ινσουλινοειδή αυξητικού παράγοντα 1 (σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη του καρκίνου του μαστού), καθώς και τη μείωση του λιπώδους ιστού και της φλεγμονής.
«Παρ’ όλα αυτά τα πολύ θετικά αποτελέσματα της άσκησης στην πρόληψη αλλά και καταπολέμηση του καρκίνου του μαστού, η ερευνητική μας ομάδα βρήκε ότι, δυστυχώς, οι γυναίκες που διαγιγνώσκονται με τη νόσο, μειώνουν πολύ σημαντικά τα επίπεδα άσκησής τους. Αυτό συμβαίνει κυρίως κατά τη διάρκεια της χημιοθεραπείας, η οποία έχει διάφορες επιπλοκές, όπως υψηλά επίπεδα κούρασης και ζαλάδες» σημειώνει ο κ. Μέτσιος.
Είναι, όμως, εφικτό να αυξήσουν τα επίπεδα της άσκησής τους οι γυναίκες αφού διαγνωστούν με καρκίνο του μαστού, δεδομένων των δυσκολιών που περιέχει η θεραπεία του καρκίνου; Ναι, είναι η απάντηση του Έλληνα επιστήμονα. «Η ομάδα μας -διευκρινίζει- ολοκλήρωσε μια μεγάλη κλινική έρευνα, στην οποία αναπτύχθηκε μια μέθοδος, που όχι μόνο βελτίωσε τα επίπεδα της άσκησης σημαντικά αλλά και που είναι πολύ οικονομική για τα εκάστοτε συστήματα υγείας. Η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας που καταφέραμε να επιτύχουμε σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού είχε σαν αποτέλεσμα να βελτιωθούν σημαντικά πολλαπλοί βιολογικοί παράγοντες (π.χ. μείωση χοληστερίνης, του ινσουλινοειδή αυξητικού παράγοντα 1, του σωματικού λίπους), η ποιότητα ζωής των ασθενών και η καρδιο-αναπνευστική τους ικανότητα (πρωταρχικός παράγοντας για την ευρωστία και μακροζωήα του ανθρώπου).
Είναι σημαντικό να σημειωθεί- προσθέτει ο κ. Μέτσιος- ότι η επιτυχία του προγράμματός μας βασίζεται στην παρουσία εξειδικευμένου προσωπικού, το οποίο εκπαιδεύεται ώστε να αποδώσει με το βέλτιστο δυνατό και έγκυρο τρόπο στις ανάγκες του προγράμματος αυτού».
Ο πιο συχνός καρκίνος στις γυναίκες
Ο καρκίνος του μαστού είναι ο πιο συχνός καρκίνος μεταξύ του γυναικείου πληθυσμού, ενώ στατιστικές αναλύσεις από διάφορες χώρες του κόσμου δείχνουν ότι ο αριθμός των γυναικών με αυτή τη ασθένεια δυστυχώς θα διπλασιαστεί μέχρι το 2030, σημειώνει ο κ. Μέτσιος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η νότια Ευρώπη είναι 5η στα στατιστικά (GLOBOCAN 2012) στην εμφάνιση της νόσου. Παρ’ όλο που η εξάπλωση του καρκίνου του μαστού είναι σταθερά αυξανόμενη, η θνησιμότητα απ’ αυτή την ασθένεια όλο και βελτιώνεται, ως συνέπεια της πολύ καλύτερης πρόγνωσης αλλά και των καινοτόμων θεραπειών που έχουμε πλέον σε διαθεσιμότητα. Μέσω έγκυρων ερευνών, έχουν αναγνωριστεί σημαντικοί προδιαθεσιακοί παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν στην νόσο, οι οποίοι μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: τροποποιήσιμους (π.χ. πρόσληψη αλκοόλ) και μη-τροποποιήσιμους (π.χ. γενετική προδιάθεση). «Είναι κοινά αποδεκτό στην επιστημονική κοινότητα ότι ίσως ο πιο σημαντικός τροποποίησιμος προδιαθεσιακός παράγοντας είναι η άσκηση» εξηγεί ο Έλληνας επιστήμονας.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες που μπορεί να επιφέρει η θεραπεία του καρκίνου του μαστού, οι γυναίκες που έχουν προσβληθεί από τη συγκεκριμένη ασθένεια θα πρέπει να προσπαθούν να κάνουν άσκηση, σημειώνει.
«Ίσως αυτό να χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια από μέρους τους, σε σύγκριση με ανθρώπους που δεν φέρουν την νόσο, όμως με βάση τα δεδομένα μας, η προσπάθεια αυτή μπορεί να έχει πολύ θετικά αποτελέσματα στην υγεία αλλά και στην ποιότητα ζωής τους» καταλήγει ο κ. Μέτσιος.