Πτώση καταγράφει σήμερα το Bitcoin, με το δημοφιλές κρυπτονόμισμα να προσπαθεί να κρατήσει τα 25.000 δολάρια.
Το Bitcoin διαπραγματεύεται στα 25.145 δολάρια με τη συνολική του κεφαλαιοποίηση να βρίσκεται στα 485 δισ. ευρώ.
Το μεγαλύτερο κρυπτονόμισμα έχει κερδίσει πάνω από 51,3% από την αλλαγή του έτους.
Επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις της αγοράς, η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ αποφάσισε χθες να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια του δολαρίου για πρώτη φορά έπειτα από ένα και πλέον έτος και ύστερα από 10 συναπτές αυξήσεις του κόστους δανεισμού.
Τόνισε πως αποφεύγει να προχωρήσει στην 11η αύξηση του κόστους δανεισμού, ώστε «να αξιολογήσει περισσότερα» και ουσιαστικά να αποτιμήσει τον αντίκτυπο που έχουν οι αλλεπάλληλες αυξήσεις στις οποίες έχει προβεί από τον Μάρτιο του 2022. Αφησε, ωστόσο, να εννοηθεί πως σχεδιάζει να προχωρήσει πριν από το τέλος του έτους ενδεχομένως σε δύο ακόμη αυξήσεις του κόστους δανεισμού.
Στη σχετική ανακοίνωση μετά τη διήμερη συνεδρίασή της, η Federal Reserve τονίζει πως θα χρειαστούν έξι εβδομάδες ακόμη για να καταγράψει τον αντίκτυπο της έως τώρα πολιτικής της στον πληθωρισμό, που ήδη φαίνεται να παρουσιάζει κάποια σημάδια κάμψης, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία του Μαΐου. Τα επιτόκια του δολαρίου παραμένουν, έτσι, προς το παρόν στο επίπεδο του 5% έως 5,25% και θα παραμείνουν σε αυτό το επίπεδο τουλάχιστον μέχρι την επόμενη συνεδρίαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, που είναι προγραμματισμένη για το διήμερο 25 και 26 Ιουλίου.
Σε ό,τι αφορά, όμως, το περιθώριο που άφησε ανοικτό για δύο ακόμη αυξήσεις επιτοκίων κατά 25 μ.β. εκάστη, συνεπάγεται πως αν όντως προχωρήσει σε αυτές, τα επιτόκια του δολαρίου θα φθάσουν στο 5,5% έως 5,75%. Ηδη η αγορά ερμηνεύει τη στάση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας όχι ως «πάγωμα» των επιτοκίων αλλά ως ένα είδος «παράλειψης» μιας ακόμη αύξησης, η οποία αναβάλλεται για τη συνεδρίαση του Ιουλίου.
Η είδηση οδήγησε τα διετή ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου σε άνοδο και συγκεκριμένα στα υψηλότερα επίπεδά τους από τα μέσα Μαρτίου, καθώς το βραχυπρόθεσμο χρέος των ΗΠΑ επηρεάζεται άμεσα από τις προσδοκίες για τα επιτόκια. Οπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, η Federal Reserve προσπαθεί να προσδιορίσει πόσο ακριβώς μπορεί και πρέπει να πιέσει την αμερικανική οικονομία για να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό, εν μέσω όμως μιας εντεινόμενης αβεβαιότητας για τις επιπτώσεις που μπορεί να συνεπάγεται για την ανάπτυξη και την αγορά εργασίας αυτού του είδους η πιστωτική ασφυξία.
Στη σχετική της ανακοίνωση τόνισε, άλλωστε, ότι θα εξετάσει τα νέα στοιχεία, όχι μόνον για τον πληθωρισμό αλλά και για την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σημειωτέον ότι οι σχετικές πρόσφατες πτωχεύσεις περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ, όπως των Sillicon Valley Bank και First Republic έχουν αποδοθεί, έως έναν βαθμό, στις παρενέργειες των υψηλών επιτοκίων, καθώς είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί η αξία των ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες και ταυτοχρόνως να αυξηθεί το κόστος της δικής τους χρηματοδότησης.
Σε ό,τι αφορά, πάντως, τον πληθωρισμό, οι τελευταίες εκτιμήσεις κατατείνουν σε μια περαιτέρω αποκλιμάκωσή του στο 3,9% μέχρι το τέλος του έτους. Την ίδια στιγμή, όμως, οι εξελίξεις στην αμερικανική αγορά εργασίας δεν κατατείνουν σε επικείμενη ύφεση. Η αγορά εργασίας δείχνει μεν να χάνει την κεκτημένη ταχύτητα, αλλά παραμένει υγιής, με τις προσλήψεις των επιχειρήσεων να βρίσκονται ακόμη σε υψηλά επίπεδα.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια τον Μάρτιο του περασμένου έτους έπειτα από μια δραματική εκτόξευση του πληθωρισμού στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 41 ετών. Ο ιλιγγιώδης αυτός πληθωρισμός ήταν απότοκο μιας σπάνιας συγκυρίας που δημιούργησε η πανδημία, όταν το έμφραγμα της εφοδιαστικής αλυσίδας συνδυάστηκε με σπάνια μεγάλη ζήτηση για αγαθά, αλλά και με τα μέτρα στήριξης που προσέφερε η αμερικανική κυβέρνηση.
Οι δέκα συναπτές αυξήσεις έχουν, έτσι, φέρει τα επιτόκια του δολαρίου στα υψηλότερα επίπεδα από το 2007. Το αποτέλεσμα είναι όμως ότι έχουν εκτοξευθεί τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων σε επίπεδα άνω του 7%, ενώ ανάλογα θεαματικές αυξήσεις σημειώνει το κόστος δανεισμού άλλων σημαντικών καταναλωτικών ειδών, όπως για παράδειγμα για τις αγορές αυτοκινήτων.
Ομοίως μεγάλες αυξήσεις σημειώνουν και οι χρεώσεις των πιστωτικών καρτών. Οπως, άλλωστε, υπογραμμίζουν σχετικά δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου, μπορεί ο πληθωρισμός να αποκλιμακώνεται, αλλά παραμένουν σε ανησυχητικά υψηλά επίπεδα ακόμη οι τιμές βασικών ειδών διατροφής και βασικών ειδών πρώτης ανάγκης.