Η διακοπή της ροής ρωσικού φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας στις αρχές του 2025, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις για έναν ιδιαίτερα ψυχρό χειμώνα, είχε πυροδοτήσει φόβους για μια νέα, μεγάλης κλίμακας ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη. Ωστόσο, τα δεδομένα των τελευταίων μηνών δείχνουν πως η ήπειρος έχει καταφέρει να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Παρά την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, η κατάσταση στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα, σε αντίθεση με τις έντονες αναταράξεις που είχαν σημειωθεί πριν από μερικά χρόνια. Η εξήγηση βρίσκεται στη διαφορετική γεωπολιτική συγκυρία και στην προσαρμογή των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Οι ποσότητες ρωσικού αερίου που παρέχονταν στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη μέσω του συγκεκριμένου αγωγού αντιστοιχούσαν σε ένα μικρό ποσοστό της συνολικής ευρωπαϊκής κατανάλωσης, γεγονός που επέτρεψε στις χώρες της περιοχής να καλύψουν το κενό μέσω εναλλακτικών πηγών.
Η αύξηση της παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε συνδυασμό με την επέκταση των υποδομών υπερατλαντικής μεταφοράς, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης. Παράλληλα, η Ρωσία συνέχισε να εξάγει σημαντικές ποσότητες LNG στην Ευρώπη, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ισορροπίας στην αγορά.
Τα παραπάνω στοιχεία υποδηλώνουν ότι η Ευρώπη έχει καταφέρει να διαφοροποιήσει τις πηγές εφοδιασμού της με φυσικό αέριο και να μειώσει την εξάρτησή της από έναν ενιαίο προμηθευτή. Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η ενεργειακή ασφάλεια παραμένει ένα ζήτημα υψίστης σημασίας και απαιτεί συνεχή προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς.
Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται το Reuters, οι συνολικές εισαγωγές LNG της Ευρώπης εκτινάχθηκαν 23% σε σχέση με τον Νοέμβριο, φθάνοντας τα 10,89 εκατ. κυβικούς τόνους, αν και ήταν χαμηλότερες κατά 7,9% σε σχέση με ένα χρόνο πριν.
Από την άλλη πλευρά, η αυξημένη ζήτηση φυσικού αερίου για θέρμανση έχει οδηγήσει στη μείωση των αποθεμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την πληρότητα των υπόγειων δεξαμενών της να διαμορφώνεται στο 68,2% στις 8 Ιανουαρίου έναντι 83,5% πριν από ένα χρόνο, σύμφωνα με στοιχεία της KYOS European Gas Analytics.
H μείωση των αποθεμάτων είναι πιθανό να διατηρήσει τις τιμές του φυσικού αερίου σε υψηλότερα επίπεδα από τα περυσινά, αλλά δεν διαφαίνονται σε καμία περίπτωση στον ορίζοντα συνθήκες κρίσης σαν αυτές που είδαμε από το φθινόπωρο του 2021 έως και τα τέλη του 2022. Σημειώνεται ότι στο αποκορύφωμα της κρίσης, τον Αύγουστο του 2022, η τιμή αναφοράς στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ (TTF) εκτοξεύθηκε στα 250 ευρώ ανά μεγαβατώρα, 10 φορές πάνω από τον μέσο όρο των προηγούμενων ετών.
Το 2023 αποκλιμακώθηκαν οι τιμές TTF, χάρη στην αντικατάσταση των ποσοτήτων που έλειψαν – λόγω της διακοπής λειτουργίας του ρωσικού αγωγού Nord Stream – με νορβηγικό αέριο και με εισαγωγές LNG από μία σειρά προμηθευτές, με πρώτο τις ΗΠΑ.
Τον Ιανουάριο του 2024 οι τιμές κινήθηκαν κάτω από τα 30 ευρώ ανά μεγαβατώρα, αλλά στη συνέχεια κινήθηκαν ανοδικά και από τον Μάιο ξεπέρασαν τα 40 ευρώ, καθώς οι παράγοντες της αγοράς ανέμεναν από τότε ότι θα σταματούσαν οι ροές μέσω της Ουκρανίας. Ο πρόεδρος της χώρας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, είχε τονίσει επανειλημμένα ότι δεν θα υπέγραφε μία παράταση της συμφωνίας 5ετούς με τη Ρωσία για τη διέλευση του αερίου, η οποία έληγε στο τέλος του 2024, όπως και έγινε.
Με άλλα λόγια, η διακοπή των ροών μέσω Ουκρανίας ήταν ουσιαστικά προεξοφλημένη από την αγορά σε μεγάλο βαθμό. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι οι τιμές σημείωσαν μία κλιμάκωση στο δεύτερο 15ήμερο του προηγούμενου μήνα, φθάνοντας λίγο πάνω από τα 50 ευρώ την πρώτη εργάσιμη ημέρα φέτος, αλλά στη συνέχεια αποκλιμακώθηκαν ξανά και την Παρασκευή διαμορφώνονταν κάτω από τα 44 ευρώ.
Τα ευρωπαϊκά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για το φυσικό αέριο υποχώρησαν περισσότερο από 12% στα 44 ευρώ ανά μεγαβατώρα αυτή την εβδομάδα, το χαμηλότερο επίπεδο από τις 19 Δεκεμβρίου, καθώς αναμένονται ηπιότερες θερμοκρασίες αργότερα αυτό το μήνα, αυξάνοντας τη διαθεσιμότητα του φυσικού αερίου.