ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΓΕΛΑΝΤΑΛΙ
Εν μέσω γενικευμένης ρευστότητας (και) στις αγορές, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την ευρωπαϊκή οικονομία και συνακόλουθα την ελληνική, η Αθήνα βρίσκεται σε -συγκριτικά πάντα- πιο πλεονεκτική θέση απ’ ό,τι η πλειονότητα των μελών της Ε.Ε. Η «έξοδος» του ΟΔΔΗΧ, με την έκδοση 10ετούς, μόλις λίγα 24ωρα πριν από την ορκωμοσία Τραμπ και μόλις λίγα μετά το sell off στα βρετανικά ομόλογα, προφανώς και στέλνει μηνύματα (κυρίως) προς τις αγορές. Και υπό μία έννοια και προς την πλευρά του Moody’s, εν όψει της αξιολόγησης της 14ης Μαρτίου.
Προφανώς τα στοιχεία για το εμπορικό έλλειμμα 11μήνου, που ανακοίνωσε η ΕΛ.ΣΤΑΤ., μόνο εφησυχασμό δεν δικαιολογούν, όντως τα 31,5 δισ. την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου προβληματίζουν, πλην όμως το οικονομικό επιτελείο έχει δύο άσους στο… μανίκι του για να αντεπεξέλθει το 2025.
Ετος ανατροπών, όπως προοιωνίζεται, με επίκεντρο την πολιτική που θα ασκήσει ο Τραμπ, με την Αθήνα να πρέπει να κάνει συνετή/μεθοδική διαχείριση ενδεχόμενων ακραίων συνθηκών. Ο ένας, πολύ ισχυρός άσος είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, οι εισροές δανείων και χορηγήσεων που για φέτος υπολογίζονται στο 5% του ΑΕΠ. Εάν λειτουργήσει σωστά ο μηχανισμός και η διαδρομή του χρήματος, μέχρι τον τελικό παραλήπτη/χρηματοδοτούμενο, η παραγωγή σε όρους ΑΕΠ θα υπερκαλύψει «τρύπες» του ελλείμματος. Ο δεύτερος, εξίσου δυνατός άσος είναι τα περίπου 35 δισ. «μαξιλάρι» που έχει ο ΟΔΔΗΧ, υπερκαλύπτοντας τις ανάγκες του 2025 και του 2026 (ακόμα και χωρίς καμία έκδοση ομολόγου ή εντόκου).
Με αυτά τα δεδομένα, η εκκίνηση του νέου έτους για την Αθήνα γίνεται με προϋποθέσεις -συγκριτικά πάντα- πιο ευοίωνες απ’ ό,τι για Βερολίνο, Παρίσι, Ρώμη κ.ά. Στοιχείο ενδεικτικό, η «τιμολόγηση» του κρατικού χρέους, όπως καταγράφηκε με την έκδοση του 10ετούς. Ουσιαστικά, πρόκειται για όρους δανεισμού και αναχρηματοδότησης που θα μπορούσαν να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί, εάν σε δύο ημερομηνίες, που «κυκλώνουν» σε Μαξίμου και πλατεία Συντάγματος, επιβεβαιωθούν οι αισιόδοξοι της αγοράς.
ΚΟΜΒΙΚΕΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ
Η πρώτη είναι 2ήμερη: 30-31 Ιανουαρίου, οπότε πραγματοποιούνται παράλληλα οι συνεδριάσεις Fed και ECB. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ο μεν Τζερόμ Πάουελ, κατά πάσα βεβαιότητα, δεν θα μειώσει τα επιτόκια (κάνοντας την… κυβίστησή του, λόγω Τραμπ), η δε Κριστίν Λαγκάρντ κατά 25 μ.β.
Η δεύτερη είναι πιο άμεσου ενδιαφέροντος για την ελληνική οικονομία, καθότι αφορά την αξιολόγηση του αξιόχρεου και των προοπτικών από τον οίκο Moody’s. Στις 14 Μαρτίου η αξιολόγηση από τον ισχυρότερο/μεγαλύτερο οίκο αξιολόγησης και τον μόνο που κρατά εκτός «επενδυτικής βαθμίδας» την εγχώρια οικονομία. Στο Ba1, με positive outlook, η βαθμολογία, μία βαθμίδα χαμηλότερα από το εύρος κλίμακας του investment grade, που σε ενδεχόμενη αναβάθμιση θα απέφερε διπλό όφελος: περισσότερες εισροές, με χαμηλότερα κόστη χρήματος. Εννοείται πως σε μία τέτοια περίπτωση το «χρήμα» θα πρέπει να φτάσει στην αγορά, με διευρυμένη βάση και προς τη ΜμΕπιχειρηματικότητα. Μία εβδομάδα νωρίτερα του Moody’s θα έχει δώσει τον βαθμό του ο DBRS, με τον καναδικό οίκο να μας έχει στο ΒΒ low positive outlook. Ομως, η προσοχή είναι στραμμένη στο τι θα πει ο Moody’s και ελάχιστα ο DBRS.
Στον Moody’s προσβλέπει και το team του ΟΔΔΗΧ για να υλοποιήσει τον σχεδιασμό άντλησης των 8 δισ. ευρώ. Προηγήθηκε η πρώτη «έξοδος» του 2025, με τρέχοντες όρους και την παράμετρο Τραμπ ενεργή. Τι εννοώ, το 2024 η πρώτη έκδοση είχε γίνει τέλη Ιανουαρίου, με έκδοση 10ετούς ομολόγου. Η προσφορά ξεπέρασε τα 35 δισ. με επιτόκιο, κοντά στο 3,45% (2,65% mid swaps+80 μ.β.), ο οργανισμός «τράβηξε» το 1/3 των συνολικών αναγκών για το έτος, για να ακολουθήσει η άνετη διαδρομή στη συνέχειά του. Ωστόσο, στην Αθήνα είναι σε ετοιμότητα, εν όψει Τραμπ, εξετάζοντας και εναλλακτικά ενδεχόμενα, αλλά το mandate υπό Κ.Σ. θα αφορά έκδοση περίπου ανάλογη της αντίστοιχης του Ιανουαρίου 2024. Θυμίζοντας ότι ανάδοχοι ήταν οι Alpha Bank, Barclays, Citi, Commerzbank, Nomura και Societe Generale.
Τηρώντας το rotation ο ΟΔΔΗΧ, ως προς τους αναδόχους, την έκδοση της Τρίτης «έτρεξαν» οι Bofa Securities, Deutsche Bank, Goldman Sachs, Morgan Stanley, Société Générale και η Εθνική Τράπεζα. Και μία παράμετρος εξωγενής, καθώς άπτεται των πολιτικών της ΕΚΤ. Τα τελευταία στοιχεία για τον πληθωρισμό στην Ε.Ε. επιβεβαιώνουν την προ μηνών προειδοποίηση της Κριστίν Λαγκάρντ πως στα τέλη του έτους (2024) ο πληθωρισμός θα «τσιμπήσει» ξανά. Βέβαια, σύμφωνα με τις γενικές διευθύνσεις της ΕΚΤ όσο από την ίδια την επικεφαλής της είχε υποστηριχθεί/εκτιμηθεί ότι η άνοδος του πληθωρισμού θα είναι προσωρινή και σταδιακά μέσα στο 2025, θα κλίνει προς το 2%.
Προσωρινή η άνοδος για τον πληθωρισμό, λοιπόν, όμως η εν λόγω εκτίμηση (προσωρινότητας) είχε ειπωθεί και το 2021-2022 για να ακολουθήσει η εκρηκτική άνοδος επιτοκίων. Που σε ό,τι αφορά την Ε.Ε. και την ΕΚΤ, παρά τις τέσσερις μειώσεις επιτοκίων που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, το κόστος χρήματος παραμένει πολύ υψηλά (και μη ανταγωνιστικό ως προς τις ΗΠΑ).
Πρακτικά, απευκταίος και ο κίνδυνος/ενδεχόμενο να μην επιβεβαιωθεί (δις) η ΕΚΤ ως προς τον προσωρινό χαρακτήρα του πληθωρισμού.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 17/1/2025)