Τάσεις εξισορρόπησης και κινήσεις αναδιάρθρωσης χαρτοφυλακίων επικράτησαν σήμερα στο ΧΑ.
Ο Γενικός Δείκτης έκλεισε αυξημένος κατά 1,45% στις 676,33 μονάδες. Η ανώτερη τιμή που κατέγραψε η αγορά, ήταν στις 682,34 μονάδες και η χαμηλότερη στις 665,05. Η καθαρή αξία συναλλαγών μειώθηκε κατά 46,29% σε σχέση με τη συνεδρίαση της Πέμπτης, διαμορφούμενη στα 36,89 εκ. ευρώ περίπου, ενώ έγιναν συναλλαγές αξίας 22,47 εκ. ευρώ σε προσυμφωνημένες πράξεις.
Σε επίπεδο εβδομάδας, ο γενικός δείκτης έκλεισε με απώλειες 15,20%, ενώ εκείνος των τραπεζών βρέθηκε στο -71,29%. Στην πτωτική δίνη αυτή, θετικά ξεχώρισε ο κλάδος των τροφίμων, που έκλεισε με εβδομαδιαία κέρδη 39,5%.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής ανάλυσης της Beta Securities, Μ. Χατζηδάκη, ένα δημοψήφισμα, το κλείσιμο των τραπεζών, οι περιορισμοί κίνησης κεφαλαίων και δύο ψηφοφορίες προαπαιτούμενων μέτρων συνοψίζουν επιγραμματικά ότι μεσολάβησε από την τελευταία Παρασκευή του Ιουνίου μέχρι και σήμερα. Ο μήνας που μεσολάβησε αποτέλεσε ένα αχρείαστο μάθημα σε εκείνους που είδαν την διαπραγμάτευση με την Ευρώπη ως ένα παιχνίδι «μπρα ντε φερ», ως μια κακή εφαρμογή τακτικών εξώθησης των ορίων αντοχής της οικονομίας προκειμένου να εξαντληθούν ενδεχόμενα διαπραγματευτικά όρια.
Πλέον η Ελληνική οικονομία αναμένεται να επιστρέψει στην ύφεση σε ποσοστό 2%-5% σύμφωνα με κάποιες πρώτες επίσημες εκτιμήσεις, την έβδομη υφεσιακή χρονιά στα τελευταία οκτώ χρόνια σε ένα περιβάλλον ουσιαστικά μηδενικής ρευστότητας όπου ο βασικός πυλώνας της οικονομίας που είναι οι τραπεζικός κλάδος έχει ξεμείνει από την δυνατότητα χρηματοδότησης έχοντας εξαντλήσει σχεδόν το σύνολο των ενυπόθηκων καλυμμάτων του.
Η επιστροφή σε κάποια ελάχιστη κανονικότητα δεν έχει ακόμα επιτευχθεί ωστόσο μια αρχή έγινε από το ξεκίνημα αυτής της εβδομάδας. Το χρηματιστήριο ξαναλειτούργησε μετά από 25 εργάσιμες ημέρες, τα όρια αναλήψεων ξεκόλλησαν από τα χαμηλά επίπεδα του Ιουλίου και οι τράπεζες είδαν τις αναλήψεις να ισορροπούν με τις εισροές καταθέσεων.
Η επανέναρξη λειτουργίας της χρηματιστηριακής αγοράς δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική από αυτό που συνέβη: Άνοιγμα σχεδόν του συνόλου των μετοχών στο πλαφόν πτώσης, διαφοροποίηση των εμποροβιομηχανικών τίτλων σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ανάλογα με τις εξαγωγικές επιδόσεις και την ποιότητα του ισολογισμού, συστημικές και μη πωλήσεις και αλλεπάλληλα πλαφόν πτώσης στον τραπεζικό κλάδο. Κάπως έτσι φτάνουμε στο τώρα.
Από εδώ και πέρα η χρηματιστηριακή αγορά καλείται να αποτιμήσει έως το τέλος του έτους τρεις βασικές παραμέτρους κινδύνου: α) το κλείσιμο της συμφωνίας για το τρίτο μνημόνιο, β) το ύψος των απαραίτητων κεφαλαίων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, γ) το ενδεχόμενο προκήρυξης εκλογών μετά την πρώτη αξιολόγηση. Λόγω των όσων προηγήθηκαν η επιφυλακτικότητα θα είναι παρούσα σε όλα τα στάδια αυτών των εξελίξεων διατηρώντας το βαθμό εγρήγορσης αλλά και τις αναταράξεις στην Αγορά. Η οπτική των ξένων επενδυτών σαφώς θα γίνει πιο συντηρητική ενώ οι περιορισμένες δυνατότητες των ελλήνων επενδυτών στο βαθμό που οι περιορισμοί κεφαλαίων διατηρούνται ενδέχεται να συρρικνώσουν την συναλλακτική δραστηριότητα όταν ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της αντίδρασης.
Σε δεύτερο επίπεδο η Αγορά θα αξιολογήσει το επιμέρους ρίσκο σε σχέση με κλάδους και εταιρίες. Για τις τράπεζες το εγχείρημα αυτό βρίσκεται σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Αναμένουμε αρνητικές αναγνώσεις στο Λιανεμπόριο, στις κατασκευές και στις εμπορικές εταιρίες με εισαγωγικό προφίλ. Επιπλέον αναμένουμε αρνητικές επιδράσεις σε επίπεδο απαιτήσεων, επισφαλών πελατών και ταμειακών ροών. Όλα τα παραπάνω είναι περίπου βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε καθοδικές αναθεωρήσεις κερδών για την φετινή χρήση καθώς και δυνητικών ανοδικών περιθωρίων.
Τεχνικά, ο Γενικός Δείκτης έκλεισε σε απόσταση 50 μονάδων από το χαμηλό της περασμένης Δευτέρας διατηρώντας ωστόσο τον χαρακτήρα της αντίδρασης από τα φετινά νέα χαμηλά των 615 μονάδων. Η επιστροφή σε ανοδική τάση θα απαιτήσει την υπέρβαση των 750 μονάδων, εγχείρημα αρκετά απαιτητικό προς το παρόν για τα δεδομένα της δυναμικής της πτώσης των τριών πρώτων ημερών και των συναλλακτικών τζίρων. Από την άλλη πλευρά η βραχυπρόθεσμη στήριξη των 650 μονάδων αποτελεί το κοντινότερο πεδίο αντοχής του Γενικού Δείκτη. Κλάδος βαρόμετρο την ερχόμενη εβδομάδα θα παραμείνει ο τραπεζικός κλάδος καθώς οι μετοχές των τραπεζών παραμένουν σε ζώνες τεχνικής υπερβολής σε ημερήσια διαγράμματα.
Αναμένουμε οι επόμενες ημέρες να μας δώσουν περισσότερες ενδείξεις για την κατεύθυνση της τάσης εξομαλύνοντας τους ισχυρούς θορύβους που προκλήθηκαν από την πολυήμερη παύση διαπραγμάτευσης. Οι ειδικές οικονομικές συνθήκες που προηγήθηκαν έχουν την προβολή τους και στην τεχνική εικόνα της ελληνικής αγοράς καθιστώντας αρκετά επισφαλή μια κατηγορηματική στάση για την βραχυπρόθεσμη πορεία των δεικτών.
Στο ταμπλό τώρα, ο δείκτης της υψηλής κεφαλαιοποίησης παρουσίασε άνοδο 1,88% ενώ ο δείκτης της μεσαίας κεφαλαιοποίησης υποχώρησε σε ποσοστό 0,27%.
Από τον δείκτη FTSE 25 ξεχώρισαν οι ΕΕΕ, με κέρδη 7,03%, η Τιτάν που έκλεισε στο +5,95%, η ΓΕΚ Τέρνα στο +8,90%, η ΕΧΑΕ στο +6,13%, η Ελλάκτωρ στο +5,56%, η ΔΕΗ στο +3,77% και ο ΟΠΑΠ στο +1,39%.
Αντίθετα, πτωτικά κινήθηκαν οι ΟΤΕ (-4,12%), Ελληνικά Πετρέλαια (-0,46%),Jumbo (-1,15%), Motor Oil (-0,12%), Grivalia (-1,62%), Viohalco (-3,32%) και Τέρνα Ενεργειακή (-2,11%).
Ο τραπεζικός δείκτης έκλεισε στις 276,09 μονάδες με πτώση 1,67%, παρ’ ότι έφτασε ενδοσυνεδριακά έως το +5,15%. Η Eurobank έκλεισε στα 0,056 ευρώ με πτώση 8,20%, η Εθνική κατάφερε να κλείσει θετική κατά 1,21% και στα 0,587 ευρώ, αν και έφτασε να κερδίζει έως και 9,83%. Με πτώση 2,40% στα 0,1220 ευρώ έκλεισε η Alpha Bank, ενώ με άνοδο 0,70% έκλεισε η Πειραιώς στα 0,1440 ευρώ.
Τη μεγαλύτερη άνοδο σημείωσε ο κλάδος των Τροφίμων – Ποτών (+7,03%) ενώ τη μεγαλύτερη πτώση ο κλάδος των Τηλεπικοινωνιών (-4,12%). Από τις μετοχές που πραγματοποίησαν πράξη, 49 κινήθηκαν ανοδικά, 25 καθοδικά, ενώ η τιμή 10 μετοχών παρέμεινε αμετάβλητη.