Την επικίνδυνη πολιτική που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες καθώς και για την ποσοτική χαλάρωση, κάνει λόγο ο Steen Jakobsen Διευθυντής Οικονομικών της Saxo Bank. Συγκεκριμένα σε ανάλυση του αναφέρει τα εξής:
Μπαίνουμε σε μια επικίνδυνη περιοχή για την πολιτική των κεντρικών τραπεζών, αφού η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έκανε την πρώτη από μια σειρά αυξήσεων των επιτοκίων και πλησιάζουμε στο τέλος του προγράμματος της 2ης ποσοτικής χαλάρωσης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), στις 30 Ιουνίου, μέσω της αγοράς ομολόγων.
Για την ώρα, η αγορά παθαίνει εμμονή με κάθε μικρό υπαινιγμό που ακούγεται στο πλαίσιο της πρόσφατης συζήτησης μεταξύ των ευέξαπτων μελών της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοιχτής Αγοράς (FOMC – Federal Open Market Committee) μέσα στη Fed και των διαφόρων μελών της ΕΚΤ. Ωστόσο, είναι οι κεντρικές τράπεζες ανεξάρτητοι δρώντες σε αυτήν την παγκόσμια οικονομία ή μήπως είναι ηθικά υπόχρεες σε άλλες δυνάμεις, στις οποίες θα έπρεπε να δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή; Ένα σημείο που έχουμε την τάση να παραβλέπουμε είναι το γεγονός ότι τα επιτόκια της νομισματικής πολιτικής υπαγορεύονται κατά κύριο λόγο από τους παγκόσμιους «καθαρούς αποταμιευτές» – δηλαδή τις χώρες εκείνες που είναι πραγματικά σε θέση να εξάγουν κεφάλαια.
Γιατί; Διότι η ικανότητά τους να ανακυκλώνουν το πλεόνασμά τους σε Δολάρια ΗΠΑ υπαγορεύει την παγκόσμια ροή χρήματος.
Είναι σαφές ότι τα κινεζικά επιτόκια δανεισμού καθοδηγούν τον πληθωρισμό καθώς και τις προβλέψεις του πληθωρισμού, τις ίδιες εκείνες προβλέψεις που οδηγούν τώρα όλες ανεξαιρέτως τις κεντρικές τράπεζες να μιλούν για αυξήσεις.
Η Κίνα έπαιξε ωραία το χαρτί του καθοδηγητή των κατευθύνσεων της νομισματικής πολιτικής στα τέλη του 2008, όταν ξεκίνησε ένα μεγάλο πακέτο τόνωσης της αγοράς και απότομη μείωση των επιτοκίων δανεισμού από το 7,40% στο 5,40% μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών. Προχωρώντας τώρα στο 2011, θα δούμε την Κίνα να αυξάνει τόσο τις απαιτήσεις σχετικά με τα αποθέματα τραπεζών, όσο και τα επιτόκια για να περιορίσει την επίδραση του πληθωρισμού στην οικονομία της. Αυτό συμβαίνει πολύ πριν την πορεία που τώρα ακολουθεί και η ΕΚΤ, ενώ η Fed έχει μείνει πολύ πίσω. Η Κίνα ήδη εφαρμόζει περιοριστική πολιτική και είναι πρωτοπόρα σε αυτό το μέτωπο.
Παράλληλα ωστόσο, έχουμε τον άλλον παγκόσμιο καθαρό εξαγωγέα κεφαλαίου, την Ιαπωνία, που βρίσκεται σε κατάσταση εντελώς διαφορετική από αυτή της Κίνας. Ανταποκρινόμενη στις τρομακτικές επιπτώσεις από το σεισμό και το τσουνάμι της 11ης Μαρτίου, η Ιαπωνία προσφέρει μια μαζική, νέα παγκόσμια ώθηση και στην πράξη μία νέα ποσοτική χαλάρωση (QE3) – που οφείλεται τόσο στις ενέργειες της Τράπεζας της Ιαπωνίας όσο και στη μαζική ανακύκλωση κεφαλαίων εκτός Ιαπωνίας. (Έκανα μεγάλο λάθος παλαιότερα, όταν πίστεψα ότι θα πραγματοποιηθεί επαναπατρισμός κεφαλαίων).
Η εξαγωγή κεφαλαίων των Γιαπωνέζων επενδυτών αντικατοπτρίζεται πολύ καλά στην μεγάλη κούρσα του Δολαρίου Αυστραλίας έναντι του Γιεν – το απόλυτο carry-trade μεταξύ των σημαντικών νομισμάτων των χωρών του G-10.
Επί του παρόντος λοιπόν, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν περίεργο συνδυασμό πολιτικών που ακολουθούν οι βασικοί παγκόσμιοι «καθαροί αποταμιευτές», ενώ εκείνοι που επενδύουν σε carry trade ισοτιμιών συναλλάγματος (και η διάθεση για ρίσκο, την οποία συνήθως αντανακλούν τα carry trade) αυξάνονται. Στο μεταξύ, η θεμελιώδης στήριξη για τα carry trade και η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη εξασθενούν, καθώς η πορεία των νομισμάτων των χωρών G-10 δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες και σε πολλές περιπτώσεις υπαινίσσονται έντονη επιβράδυνση. Στο παρακάτω γράφημα χρησιμοποιείται ο Δείκτης Έκπληξης της Citigroup (CESIG10 INDEX στο Bloomberg), στον οποίο αποτυπώνεται ο σχεδόν τέλειος συσχετισμός του carry trade της ισοτιμίας Αυστραλιανού δολαρίου με το Ιαπωνικό Γιεν και της οικονομικής απόδοσης πριν την τραγωδία της 11ης Μαρτίου στην Ιαπωνία που μοιάζει να πυροδότησε μια διατάραξη αυτής της σχέσης.
Το συμπέρασμα είναι ότι, έχουμε ξεκινήσει μια ανάλαφρη 3η ποσοτική χαλάρωση (QE3), χάρη στην Ιαπωνία, και αποκομίζουμε τα οφέλη της αύξησης της ρευστότητας προερχόμενη από carry trade συναλλαγματικών ισοτιμιών, από μια νέα θετική τάση στην αγορά μετοχών, και τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό από τις αγορές των μετάλλων και κάποιων άλλων εμπορευμάτων που προσεγγίζουν νέα υψηλά. Η αγορά δείχνει μεγάλη αυτοπεποίθηση και αυξάνονται τα σημάδια της δυνατότητας για αυτάρκεια. Ωστόσο, για να είναι δικαιολογημένη ή βιώσιμη αυτή η αυτάρκεια και η ανάλαφρη ποσοτική χαλάρωση (QE3), χρειαζόμαστε μια απόδοση της οικονομίας που θα καταφέρει να κλείσει το χάσμα που έχει δημιουργηθεί και διευρύνεται με τις καινούριες μαινόμενες κούρσες στις τιμές των επενδυτικών προϊόντων, καθώς και άλλα μέτρα αντιμετώπισης κινδύνου. Είτε γίνεται επανεκκίνηση της οικονομικής μηχανής τώρα (σενάριο που ευνοείται), είτε κινδυνεύουμε με βλάβη της μηχανής και την συνεπακόλουθη επιβράδυνση που ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική αναταραχή όταν η πραγματικότητα δεν θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες. Τελικά, η βαρύτητα υπάρχει –ακόμα και στα οικονομικά.