Οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωπες με υψηλότερους κινδύνους από ό,τι τα περισσότερα τραπεζικά συστήματα παγκοσμίως, επισημαίνει η Standard & Poor’s σε έκθεσή της για την αξιολόγηση του κινδύνου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Υψηλή αβεβαιότητα χαρακτηρίζει παράλληλα τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, καθώς δεν προβλέπεται η επιστροφή στην ανάπτυξη το 2016, παρά μόνο μερική βελτίωση στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Η πρόβλεψη αυτή, εξηγεί η S&P, αντικατοπτρίζει τη δέσμευση της κυβέρνησης να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης που έχει συμφωνήσει με τους πιστωτές, αλλά και τις υποτονικές επενδύσεις.
Ο οίκος αναμένει σταδιακή βελτίωση των οικονομικών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τα τόσα χρόνια ραγδαίας ύφεσης, τις δύο αναδιαρθρώσεις χρέους και την επιβολή των capital controls. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η S&P αναμένει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα καταγράψουν υψηλές πιστωτικές ζημιές για το 2016 και το 2017, παρά τις μεγάλες πιστωτικές προβλέψεις που έχουν ήδη εγγράψει την τελευταία πενταετία.
Ξεχωριστά, η S&P σημειώνει ότι οι κίνδυνοι είναι υψηλοί και για τον τραπεζικό κλάδο, με “φόντο” την ασταθή θέση χρηματοδότησης και τις πολύ χαμηλές προοπτικές κερδοφορίας.
Ο οίκος αναμένει πως οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη χρηματοδότηση της κεντρικής τράπεζας – που για την ώρα καλύπτει περίπου το 35% των χρηματοδοτικών αναγκών τους- καθώς υπέφεραν από τεράστιες εκροές καταθέσεων και περιορισμένη πρόσβαση σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης.
Όπως επισημαίνεται, από το τέλος Νοεμβρίου του 2014 ως το τέλος Νοεμβρίου του 2015, οι ελληνικές τράπεζες υπολογίζεται ότι έχασαν περίπου 47 δισ. ευρώ καταθέσεων ή 26% του ΑΕΠ. Η S&P δεν αναμένεται ότι οι τράπεζες θα ανακτήσουν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση μειωμένης εξασφάλισης, ενώ οι προοπτικές για τις καταθέσεις παραμένουν αβέβαιες.
Ωστόσο, εκτιμά πως η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στο τέλος του 2015 και η δέσμευση της κυβέρνησης να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις θα ενισχύσουν τελικά την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσουν σε πιο σταθερή ανταγωνιστική συμπεριφορά.