Το αργό σημείωσε μεγάλες απώλειες στις σημερινές συναλλαγές καθώς το δολάριο βρέθηκε να ενισχύεται έναντι των ανταγωνιστών του και ενώ η “βουτιά” των συμβολαίων στο ασήμι επιβάρυνε το επενδυτικό κλίμα και στα υπόλοιπα εμπορεύματα.
Το συμβόλαιο του αργού παραδόσεως Ιουνίου έχασε 2,47 δολ. ή 2,2% για να ολοκληρώσει τις συναλλαγές στα 111,05 δολ. το βαρέλι στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Το CME Group ανακοίνωσε σήμερα και νέα αύξηση -την τρίτη σε διάστημα επτά ημερών- στα margins για τις πράξεις στο πολύτιμο μέταλλο οδηγώντας σε μεγάλες απώλειες το ασήμι στη Νέα Υόρκη, ενώ την ίδια στιγμή αναζωπυρώθηκαν οι ανησυχίες για το ενδεχόμενο αύξησης των margins και στο πετρέλαιο.
Διόρθωση του πετρελαίου στα $80-$100 στο β΄ εξάμηνο «βλέπει» η ABN
Οι τιμές του πετρελαίου οδεύουν σε πτώση προς τα 80-100 δολάρια το βαρέλι, όπου αναμένεται να δώσουν ώθηση στις πετρελαϊκές μετοχές και να αποκλιμακώσουν τις εντάσεις στην παγκόσμια οικονομία, σύμφωνα με εκτιμήσεις του επικεφαλής ανάλυσης της ABN AMRO Private Banking στη Ζυρίχη, Jens Zimmermann.
Όπως αναφέρει το αμερικανικό δίκτυο CNBC, ο Zimmermann προβλέπει ότι οι αναταραχές στη Μέση Ανατολή θα μετριαστούν στο δεύτερο εξάμηνο του έτους και συνεπώς το «premium των αναταραχών» θα εξαλειφθεί.
«Η ABN εκτιμά ότι υπάρχει risk premium της τάξης των 15-20 δολαρίων ανά βαρέλι στις τρέχουσες τιμές, το οποίο δεν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε πραγματικά προβλήματα προμηθειών, αλλά περισσότερο στην πιθανότητα να εξαπλωθούν οι αναταραχές και να προκαλέσουν προβλήματα στην παραγωγή της Σαουδικής Αραβίας», τονίζει ο Zimmermann.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του αναλυτή της ABN, η μέση τιμή του Brent στο δεύτερο τρίμηνο θα διαμορφωθεί στα 120 δολάρια το βαρέλι και το δολάριο τύπου Texas light sweet στα 110 δολάρια το βαρέλι, ωστόσο θα υποχωρήσουν στο δεύτερο εξάμηνο στα 105 και 95 δολάρια αντίστοιχα.
Μία διόρθωση των τιμών του πετρελαίου στα 80-100 δολάρια το βαρέλι θα είναι καλά νέα για τις ενεργειακές μετοχές, καθώς θα απομακρυνθεί η υφιστάμενη απειλή μίας πιθανής ‘καταστροφής της ζήτησης’, η οποία ενίσχυσε τη μεταβλητότητα στις εν λόγω μετοχές, σχολιάζει ο Zimmermann.