Στις αποφάσεις της αμερικανικής Federal Reserve σχετικά με το κατά πόσον προχωράει σε μείωση του προγράμματος αγοράς ομολόγων τα βλέμματα όλων, με τις αγορές να δείχνουν πως θεωρούν εσφαλμένη την αρχική εκτίμηση των κεντρικών τραπεζών πως ο πληθωρισμός είναι παροδικός και εξωθούν ορισμένες από αυτές να αλλάξουν στάση.
Τα τελευταία 13 χρόνια, από την κατάρρευση της Lehman Brothers και μετά, οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο έχουν αγοράσει τίτλους συνολικής αξίας 23 τρισ. δολαρίων, ενώ έχουν μειώσει επανειλημμένως τα επιτόκια, που σε μεγάλο μέρος των ανεπτυγμένων οικονομιών βρίσκονται εδώ και χρόνια σε αρνητικό έδαφος. Αυξάνονται, όμως, οι ενδείξεις πως οδεύει προς το τέλος της η περίοδος της άκρως αναπτυξιακής πολιτικής και των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης και αρχίζει η αντίστροφη πορεία.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών της αγοράς, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα ανακοινώσει την Τετάρτη ότι αρχίζει να μειώνει τις αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος των μηνιαίων αγορών ομολόγων αξίας 120 δισ. δολαρίων που, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Fed, θα λήξει στα μέσα του επόμενου έτους. Αιτία, βέβαια, ο πληθωρισμός που στις ΗΠΑ έχει φτάσει πλέον στο 4,4%. Αναλυτές της αγοράς που μίλησαν στους Financial Times εκτιμούν, όμως, πως παράλληλα η Fed θα αναγκαστεί να απαντήσει και στις προσδοκίες των αγορών πως επίκειται αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου στα μέσα του έτους. Την ίδια στιγμή, σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg προεξοφλεί ότι η Federal Reserve δεν θα είναι ο μοναδικός θεσμός των ΗΠΑ που θα αλλάξει πολιτική, καθώς εκτιμά ότι για πρώτη φορά μετά πέντε και πλέον χρόνια θα μειώσει τις εκδόσεις μακροπρόθεσμων τίτλων. Τράπεζες της Γουόλ Στριτ εκτιμούν πως μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2022 θα έχουν μειωθεί οι εκδόσεις ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου κατά περίπου ένα τρισ. δολάρια.
Η Τράπεζα του Καναδά, την περασμένη εβδομάδα, τερμάτισε απότομα το δικό της πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.
Οι αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων ομολόγων, που, όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, αντανακλούν τις προσδοκίες των επενδυτών, έχουν σημειώσει άνοδο σχεδόν σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Ενδεικτική περίπτωση οι αποδόσεις των διετών του αμερικανικού δημοσίου που έχουν φτάσει στο 0,55%, καταγράφοντας υψηλότερα επίπεδα ακόμη και σε σύγκριση με εκείνα προ πανδημίας και έχοντας σημειώσει σημαντική άνοδο σε σύγκριση με την απόδοση 0,21% που είχαν μόλις προ μηνός. Ακόμη μεγαλύτερη άνοδο σημειώνει το κόστος του βραχυπρόθεσμου δανεισμού στη Βρετανία, που από τον Σεπτέμβριο έχει εκδηλώσει διαθέσεις να στραφεί σε περιοριστική νομισματική πολιτική, στην Αυστραλία και στον Καναδά. Η Τράπεζα του Καναδά αιφνιδίασε τους πάντες την περασμένη εβδομάδα τερματίζοντας απότομα το δικό της πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και ανακοινώνοντας ότι θα αυξήσει τα επιτόκια νωρίτερα από όσο είχε αρχικά εκτιμηθεί το 2022. Παρόμοια μηνύματα έχει δώσει στην αγορά και η Τράπεζα της Αυστραλίας.
Οι αποδόσεις του βραχυπρόθεσμου χρέους έχουν πάρει την ανιούσα και στην Ευρωζώνη, εντείνοντας έτσι τις πιέσεις στην ΕΚΤ, που ωστόσο εμμένει στη στάση της και επιμένει να μην εξετάζει αλλαγή πολιτικής. Οπως τόνισε την περασμένη εβδομάδα, δεν εξετάζει αύξηση επιτοκίων, ενώ από πηγές της τράπεζας έχει διαρρεύσει πως αναζητάει τρόπους για να συνεχίσει ακόμη και μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος κατά της πανδημίας τις αγορές ομολόγων, συμπεριλαμβανομένου του χρέους χωρών που δεν έχουν βαθμολογία επένδυσης, όπως της Ελλάδας. Στον αντίποδα βρίσκονται τα ομόλογα των αναδυόμενων αγορών, τις οποίες δείχνουν να εμπιστεύονται περισσότερο οι επενδυτές, καθώς οι κεντρικές τράπεζές τους επιδεικνύουν πολύ μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Ενδεικτική περίπτωση το χρέος της Ρωσίας, με τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της να υποχωρούν, καθώς η κεντρική τράπεζα αύξησε 6 φορές τα επιτόκια φέτος! Κάτι ανάλογο συμβαίνει με άλλες αναδυόμενες αγορές, όπως η Κολομβία και η Νότια Κορέα.