Σε κατακόρυφη αύξηση των εκτιμήσεών της για την τιμή του πετρελαίου μεσοπρόθεσμα προχώρησε η Fitch, στη βάση του νέου περιβάλλοντος αυξημένων ρίσκων που δημιούργησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Ειδικότερα, η Fitch τοποθετεί πλέον την τιμή του Brent το 2022 στα 100 δολάρια το βαρέλι από τα 70 δολ. που προέβλεπε προηγουμένως, για το 2023 εκτιμά ότι θα κινηθεί στα 80 δολ. έναντι των 60 δολ. προηγουμένως, ενώ και για το 2024 αναβαθμίζει ελαφρώς την εκτίμηση στα 60 δολ. από τα 53 δολ. προηγουμένως.
Για το 2025 και μακροπρόθεσμα διατηρεί την εκτίμηση στα επίπεδα των 53 δολαρίωντων βαρέλι.
Αντίστοιχα, για το αμερικανικό WTI αναθεωρεί την εκτίμησή της στα 95 δολ. από τα 67 δολ. το 2022, στα 76 δολ. από τα 57 δολ. το 2023 και στα 57 δολ. από τα 50 δολ. το 2024, ενώ διατηρεί την εκτίμηση για 50 δολ. το 2025 και μακροπρόθεσμα.
Όπως επισημαίνει η έκθεση της Fitch, η αναθεώρησή της αντανακλά τους σημαντικά αυξημένους κινδύνους για διακοπή του εφοδιασμού ρωσικών υδρογονανθράκων μετά τη σύγκρουση στην Ουκρανία και την πρόθεση της Ευρώπης αλλά και ορισμένων μη ευρωπαϊκών χωρών να μειώσουν την εξάρτησή τους από τα ρωσικά καύσιμα, αυξάνοντας έτσι τη ζήτηση για προμήθειες από άλλες πηγές που θα πιέσει περαιτέρω την αγορά.
Η έκθεση πάντως εκτιμά ότι υπάρχουν αρκετές πηγές πρόσθετης προμήθειας αργού που θα μπορούσαν τελικά να μετριάσουν τις ελλείψες της αγοράς σταδιακά.
Ειδικότερα, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν δυνατότητα πρόσθετης παραγωγής περίπου 2 εκατ. και 1 εκατ. βαρελιών ημερησίως, αντίστοιχα, αν και δεν έχουν δεσμευθεί να αυξήσουν την παραγωγή τους για να αντισταθμίσουν τις ενδεχόμενες απώλειες ρωσικού αργού.
Οι συζητήσεις για χαλάρωση των κυρώσεων κατά του Ιράν θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο να προστεθούν περίπου 1,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως, όπως και κατά της Βενεζουέλας, αν και για τη χώρα της λατινικής Αμερικής δεν είναι σαφές πόσο μπορεί να συνεισφέρει λόγω ανεπαρκών επενδύσεων στις πετρελαϊκές υποδομές της.
Τέλος, ορισμένες από τις ρωσικές προμήθειες θα μπορούσαν να ανακατευθυνθούν σε χώρες με μειωμένη πιθανότητα να επιβάλλουν κυρώσεις, απελευθερώνοντας έτσι όγκους από την υπόλοιπη παγκόσμια πετρελαϊκής παραγωγή για τις χώρες που έχουν επιβάλλει ήδη.