Πιο ανταγωνιστικό βλέπουν οι επιχειρήσεις να γίνεται το επιχειρηματικό περιβάλλον σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ και το 85% των Ελλήνων στελεχών θεωρεί ότι ο ανταγωνισμός στην ελληνική αγορά πρόκειται να αυξηθεί τα επόμενα δύο χρόνια. Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από τα αποτελέσματα της μελέτης “Competing for Growth”, της Ernst & Young, η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου και 14ης Οκτωβρίου 2010 με τη συμμετοχή 1.400 ανώτατων διοικητικών στελεχών από όλο τον κόσμο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προβλέψεις της πλειονότητας των στελεχών για αύξηση της ανταγωνιστικότητας για τις αγορές της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αλλά και για την Ελλάδα.
Φορέας αυτής της ανταγωνιστικότητας βάσει των στοιχείων της έρευνας θα είναι νέες εταιρίες από τις ανεπτυγμένες αγορές. Έτσι, τουλάχιστον απάντησαν οι επιχειρήσεις της παγκόσμιας αγοράς σε ποσοστό 51%, καθώς και της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης κατά 62%.
Αντίθετα, η πλειοψηφία των στελεχών από την Ελλάδα πιστεύει ότι η αύξηση του ανταγωνισμού τα επόμενα χρόνια θα προκύψει λόγω εταιριών που δραστηριοποιούνται ήδη στις ανερχόμενες αγορές.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, αναμένεται να υπάρξει μεγαλύτερη αστάθεια στην αγορά σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση, με τα περιθώρια κέρδους να δέχονται πιέσεις λόγω μείωσης ή συγκράτησης των τιμών και αύξησης στις δαπάνες εργατικού δυναμικού. Συγκεκριμένα, ποσοστό περίπου 60% των ερωτηθέντων βλέπει αύξηση τιμών αντίστοιχη ή χαμηλότερη του πληθωρισμού.
Φήμη και ευελιξία
Ως οι σημαντικότεροι παράγοντες ανταγωνιστικότητας, κρίνονται από τους ειδήμονες της αγοράς η αναγνωρίσιμη επωνυμία (brand) και η φήμη σε ποσοστό 61% των ερωτηθέντων σε παγκόσμιο επίπεδο, 48% των εταιρειών από τις αγορές της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στο 50% των ελληνικών επιχειρήσεων.
Παράλληλα, για τους Έλληνες ερωτηθέντες ο πλέον κρίσιμος παράγοντας για την ανταγωνιστικότητα -σε ποσοστό 59%- είναι η οργανωτική ευελιξία μίας επιχείρησης, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στο διαρκώς μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Καινοτομία, νέα προϊόντα και νέες αγορές
Τη διείσδυση των προϊόντων τους σε νέες αγορές βλέπουν ως την πιο αποτελεσματική τακτική για την ενίσχυση της ανάπτυξης της εταιρείας τους οι ερωτηθέντες σε όλα τα κλιμάκια της μελέτης.
Παράλληλα, η καινοτομία αποκτά ολοένα μεγαλύτερη βαρύτητα και περισσότερες από τις μισές εταιρείες παγκοσμίως και στην Κεντρική και ΝΑ Ευρώπη προσανατολίζονται στην ανάπτυξη και το λανσάρισμα νέων προϊόντων και υπηρεσιών για την αύξηση του μεριδίου τους σε αγορές στις οποίες διαθέτουν ήδη παρουσία.
Στην Ελλάδα, παρά το ότι η καινοτομία αναγνωρίζεται ως παράγοντας με αυξάνουσα σημασία για την αγορά, δεν έχει αντίστοιχα κυρίαρχη θέση στην αναπτυξιακή στρατηγική, καθώς λιγότερες από τις μισές επιχειρήσεις βλέπουν την ανάπτυξή τους να συνδέεται με νέες υπηρεσίες και προϊόντα.
Αντίστοιχα διαφορετική είναι η προσέγγιση των εταιρειών, όσον αφορά στις δράσεις που αναλαμβάνουν για την αύξηση της ευελιξίας τους. Οι ερωτηθέντες σε παγκόσμιο επίπεδο επικέντρωσαν στην εισαγωγή νέων προϊόντων, ώστε να καλυφθεί ευρύτερη γκάμα αναγκών της αγοράς. Οι ερωτηθέντες από την Κεντρική και ΝΑ Ευρώπη έδωσαν έμφαση στις πιο ευέλικτες διαδικασίες παραγωγής και τεχνολογίες, ενώ οι Έλληνες ερωτηθέντες έδωσαν προτεραιότητα στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εργαζομένων με διεύρυνση των ικανοτήτων τους.
Πιέσεις στα περιθώρια κέρδους
Με τη γενικότερη τάση να δείχνει προς σχετική συγκράτηση ή μικρή άνοδο των τιμών, τα περιθώρια κέρδους πιέζονται προς τα κάτω, καθώς αυξάνεται το κόστος των επιχειρήσεων. Βασικότερος λόγος αποτελεί η μείωση της ζήτησης -γεγονός που επισημαίνεται από όλους τους ερωτηθέντες ως κύριος παράγοντας και ιδίως από το 64% των Ελλήνων ερωτηθέντων- και ακολουθεί η διάβρωση των τιμών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις προσβλέπουν σε μείωση του κόστους τους κατά 5-10% στόχο τον οποίο επιδιώκουν μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις. Πιο συγκεκριμένα οι επιχειρήσεις εκτός Ελλάδος δίνουν έμφαση κυρίως στην αύξηση της αποτελεσματικότητας του ανθρώπινου δυναμικού μέσα από την βελτιστοποίηση των διαδικασιών, εργαλείων και εκπαίδευσης.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις δίνουν επίσης, μεγάλη σημασία σε αυτό τον παράγοντα, εστιάζουν όμως, κυρίως στην προσέγγιση πιο επικερδών πελατών και προϊόντων. Η προσαρμογή του αριθμού των απασχολούμενων, ανάλογα με τη ζήτηση της αγοράς, δεν αποτελεί προτεραιότητα για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Χρηματοδότηση της ανάπτυξης
Η αδυναμία αλλά και η απροθυμία αναζήτησης χρηματοδότησης από τις κεφαλαιαγορές αναδεικνύεται κεντρικής σημασίας σε όλες τις αγορές στις οποίες διεξήχθη η έρευνα. Περίπου οι μισές εταιρίες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, σχεδιάζουν να χρηματοδοτήσουν τη μελλοντική τους ανάπτυξη από τα αποθεματικά διαθεσίμων. Πράγμα που σημαίνει ότι θα χρειαστούν περαιτέρω προσπάθειες αύξησης του διαθέσιμου κεφαλαίου κίνησης.
Παράλληλα, θετικά τοποθετούνται σε μεγάλο βαθμό οι ερωτηθέντες -και κυρίως οι Έλληνες σε ποσοστό 43%- σε σχέση με την επιλογή της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Αντίθετα, παρά τα χαμηλά επιτόκια, μικρό ποσοστό των ερωτηθέντων εξετάζουν τη χρήση χρεωστικών τίτλων για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξής τους.
Διαφάνεια και ποιοτική επικοινωνία
Όπως δείχνουν τα συμπεράσματα της μελέτης, οι επιχειρήσεις αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται την εταιρική διακυβέρνηση και την διαχείριση των δομικών τους στοιχείων. Ιδιαίτερα αυξημένη παρουσιάζεται η πρόθεση και η μεταβολή του τρόπου που επικοινωνούν οι επιχειρήσεις προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Σχεδόν οι μισές εταιρίες παγκοσμίως -και κυρίως στην Κεντρική και ΝΑ Ευρώπη- έχουν βελτιώσει τη διαφάνεια και τη συχνότητα της επικοινωνίας τους με τα ενδιαφερόμενα μέρη τα τελευταία δύο χρόνια.
Μεγάλη έμφαση δίνεται επίσης στη διαχείριση της οικονομικής φήμης των επιχειρήσεων. Στην Ελλάδα η εταιρική επικοινωνία ακολουθεί άλλη κατεύθυνση -καθώς μόνο το 1/5 των Ελλήνων ερωτηθέντων έθεσαν αυτές τις ενέργειες ως βασικές δράσεις για την ενίσχυση των σχέσεων με την χρηματοπιστωτική αγορά και τους καταναλωτές. Αντίθετα η μεγάλη πλειοψηφία (ποσοστό 61%) έδωσε έμφαση στην σύνταξη πρόσθετων μη οικονομικών εκθέσεων και το 1/3 περίπου συνεχίζει στη γραμμή της συμμόρφωσης με τις θεσμικές και νομικές απαιτήσεις.