Το εδώλιο του κατηγορουμένου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας, «δείχνει» – μετά από 13 χρόνια – η Δικαιοσύνη, σε 49 άτομα για την υπόθεση με τις μετοχές – «φούσκες» του Χρηματιστηρίου, την περίοδο 1999-2000.
Μεταξύ των κατηγορουμένων περιλαμβάνονται χρηματιστές, επιχειρηματίες, τραπεζικά στελέχη κ.α., που εμφανίζονται να πρωταγωνίστησαν σε κερδοσκοπικό παιχνίδι.
Χρόνια μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης, η οποία είχε διερευνηθεί από την 19η τακτική ανακρίτρια Κωνσταντίνα Μπουρμπούλια και με αποφάσεις δικαστικών συμβουλίων είχε καταλήξει σε πλημμεληματικές κατηγορίες, ο φάκελος του χρηματιστηρίου άνοιξε και πάλι το 2006, όταν ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Χρ. Λακαφώσης ζήτησε τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων συγκεκριμένων προσώπων.
Μετά από σχετική πρόταση του κ. Λακαφώση, αρχικά το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκρινε ότι θα πρέπει να παραπεμφθούν σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων 67 άτομα, για αδικήματα, όπως απάτη, υπεξαίρεση, αλλά και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όμως η υπόθεση, μετά από έφεση κατά του βουλεύματος, παραπέμφθηκε για νέα κρίση στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών.
Σχεδόν 2 χρόνια μετά, οι δικαστές με ένα βούλευμα άνω των 900 σελίδων απέρριψαν τις εφέσεις των κατηγορουμένων και διέταξαν να παραπεμφθούν σε δίκη οι 49 από τους αρχικούς 67 κατηγορουμένους, για τα αδικήματα της απάτης κατ’ επάγγελμα και συνήθεια, ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και υπεξαίρεσης 19 δισεκατομμυρίων δραχμών (57 εκατομμύρια ευρώ).
Μεταξύ των κατηγορουμένων είναι οι Παναγιώτης Κονταλέξης, Παναγιώτης Πανούσης, Γιώργος Μπατατούδης, Κωνσταντίνος και Χρυσή Στέγγου, Σπύρος Τασόγλου, Δημήτρης Ράνιος κ.α.
Στο βούλευμα, που υιοθετεί την πρόταση του εισαγγελέα Εφετών Ι. Λιακόπουλου, επισημαίνεται ότι «σκοπός των κατηγορουμένων ήταν, με τη δημοσίευση και τη διάδοση ανακριβών και παραπλανητικών πληροφοριών προς το επενδυτικό κοινό, να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος. Προηγουμένως, πέτυχαν να πλήξουν την ακρίβεια και την αντικειμενικότητα των πληροφοριών της χρηματιστηριακής αγοράς, καθώς οι καταχωρημένες στους πίνακες τιμές των μετοχών , αλλά και άλλοι συναλλασσόμενοι που δεν γνώριζαν τις μεθοδεύσεις, θεωρούσαν τις ανακοινωθείσες τιμές ως αντιπροσωπευτικές της πραγματικής αξίας των μετοχών».