Η ισοτιμία του ευρώ έφθασε σε υψηλό επίπεδο τριών εβδομάδων σήμερα, Παρασκευή, καθώς υπήρξαν πληροφορίες για πρόοδο στις συζητήσεις σχετικά με τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και της χρηματοδότησης προς την Ελλάδα.
Η διαφορά μεταξύ της ΕΕ και του ΔΝΤ είναι τώρα 10 δισ. ευρώ, όσον αφορά στο στόχο διαμόρφωσης του χρέους στο 120% του ΑΕΠ, έως το 2020, σημειώνει το πρακτορείο Ρόιτερς, επικαλούμενο αξιωματούχο της ελληνικής κυβέρνησης.
Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης και οι επικεφαλής του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα συναντηθούν και πάλι τη Δευτέρα για να επιχειρήσουν να καλύψουν το κενό, κάτι που είναι αναγκαίο για να αποδεσμευτούν τα χρήματα που χρειάζεται η Ελλάδα.
Η δυναμική μίας συμφωνίας για την Ελλάδα και οι ενδείξεις ότι οι Αμερικανοί βουλευτές θα συμφωνήσουν τελικά σε μέτρα για να αποφευχθεί ο δημοσιονομικός γκρεμός, ήταν οι παράγοντες πίσω από το ισχυρό ράλι στα χρηματιστήρια μετοχών σε όλο τον κόσμο την τρέχουσα εβδομάδα.
Ο παγκόσμιος δείκτης μετοχών MSCI ήταν αυξημένος 0,2% σήμερα. Μετά το δημοσίευμα ότι η διαφορά μεταξύ της ΕΕ και του ΔΝΤ είναι 10 δις. ευρώ, η ισοτιμία του ευρώ έφθασε έως τα 1,2908 δολάρια για να υποχωρήσει στη συνέχεια λίγο κάτω από τα 1,29 δολάρια.
Πάντως, όπως εκτιμά ο Νιλ Στάινς, στρατηγικός αναλυτής και συνεργάτης της Saxo Bank, σε μελέτη του επί της αγοράς συναλλάγματος, η πορεία της στερλίνας είναι πιο πιθανόν να συνδεθεί με εκείνη του αμερικανικού δολαρίου, παρά με την πορεία του ευρώ. Και τούτο, όπως σημειώνει, καθώς η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα και η ανάκαμψη της συνολικής ζήτησης πιθανότατα θα είναι μέτρια, στην καλύτερη περίπτωση. Ωστόσο, η οικονομική διαφοροποίηση -κατά την άποψη του Στάινς- είναι πιθανόν να διαδραματίσει ολοένα σημαντικότερο ρόλο σε ό,τι αφορά στο συνάλλαγμα. Σύμφωνα με τον ίδιο, το γεγονός αυτό θα ενισχύσει το αμερικανικό δολάριο και τη στερλίνα, ενώ το ιαπωνικό γεν και το ευρώ θα είναι οι «μεγάλοι χαμένοι» όσο πλησιάζουμε στο 2013.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος, πρόσφατα σε λόγο που εκφώνησε στη Νέα Υόρκη ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Μπεν Μπερνάνκι, εισήγαγε μια νέα έννοια -την έννοια του «θετικού ρίσκου». Ο Μπερνάνκι επαναβεβαίωσε τη δέσμευση διατήρησης των επιτοκίων σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, μέχρι και τα τέλη του 2014, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η οικονομία των ΗΠΑ αντιμετωπίζει μία σειρά προβλημάτων. Παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε τα ενθαρρυντικά σημάδια στην αγορά κατοικίας και την εγχώρια ζήτηση, όπως προκύπτει και από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας σχετικά με τη μείωση των επιτοκίων, καθώς και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ο Μπερνάνκι προειδοποίησε ότι το «δημοσιονομικό αδιέξοδο» θα αποτελέσει σημαντική απειλή.
‘Όπως επισημαίνει ο Στάινς, οι κίνδυνοι από μια αδύναμη αγορά εργασίας και την εύθραυστη επιχειρηματική εμπιστοσύνη παραμένουν οι ίδιοι, υπό το πρίσμα της ρυθμιστικής και δημοσιονομικής αβεβαιότητας ενώ οι αναφορές του Μπερνάνκι για χαμηλή και συγκρατημένη πληθωριστική πίεση, υπονοούν ότι επιπλέον δημοσιονομικά κίνητρα δεν αποκλείονται.
Ωστόσο, η δήλωση του ότι «η επίλυση του δημοσιονομικού προβλήματος, ίσως να οδηγήσει σε μια πολύ καλή χρονιά» αποτελεί ίσως ένα επακόλουθο ρίσκο για τις βασικές προσδοκίες των περισσοτέρων αναλυτών. Ο Μπερνάνκι έχει ήδη δηλώσει ότι είναι μάλλον απίθανο να σκληρύνει η νομισματική πολιτική, μετά από μια σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής ανάκαμψης. Υπό το πρίσμα αυτό, σημειώνει ο Στάινς, η άποψη ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική των ΗΠΑ θα αντικατοπτριστεί στην οικονομία ενισχύεται.