Οι εισηγμένες εταιρίες στην Ευρώπη είναι υποχρεωμένες να προετοιμάζουν τους ισολογισμούς με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (IFRS).
Οι επικεφαλής αυτών των τμημάτων έχουν εκ του νόμου υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι αυτοί οι λογαριασμοί παρουσιάζουν την αληθινή και δίκαιη εικόνα των υποθέσεων των επιχειρήσεων.
Αυτά τα καθήκοντα έχουν μεταξύ τους συνέπεια; Πριν από δύο εβδομάδες μια ομάδα θεσμικών επενδυτών έγραψε στους F.T. υποστηρίζοντας ότι δεν έχουν. Το θέμα προκάλεσε τέτοια ανησυχία στην κοινοβουλευτική επιτροπή για τις τράπεζες που προτάθηκε οι τράπεζες να έχουν δύο διαφορετικά είδη ισολογισμών.
Τα πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης, αν και το θέμα είναι ευρύτερο.
Το βασικό ζήτημα προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο τα IFRS και τα αμερικανικά λογιστικά πρότυπα έχουν μετακινηθεί από τη «σύνεση» στην «ουδετερότητα» και από το «ιστορικό κόστος» στην «εύλογη αξία». Αυτή η έμφαση υποδηλώνει μια επιμονή στην αξιολόγηση διαπραγματεύσιμων στοιχείων σε τιμές αγοράς.
Συχνά εκφράζεται προβληματισμός για τη δυσκολία της εφαρμογής των αρχών του mark-to-market όταν δεν υπάρχει ενεργή αγορά. Στην πραγματικότητα τα μεγαλύτερα προβλήματα ανακύπτουν όταν είναι ενεργή η αγορά.
Όσο μεγαλύτερος ο όγκος των συναλλαγών τόσο περισσότερο καθορίζονται οι τιμές από κερδοσκοπία και όχι από την αξιολόγηση των θεμελιωδών που βασίζεται στην ενημέρωση.
Σε αυτό το σημείο υπάρχει ένα βαθύτερο οικονομικό ζήτημα. Στην καρδιά της υπόθεσης των αποτελεσματικών αγορών βρίσκεται μια αντίφαση: αν οι τιμές περιλαμβάνουν όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για την αξία ενός asset, τότε κανείς δεν έχει εξαρχής κίνητρο να τις αποκτήσει.
Εκφράζεται ο ισχυρισμός ότι αυτοί που είναι σε θέση να παρέχουν την καλύτερη πληροφόρηση για την αξία μιας τοποθέτησης -οι ιδιοκτήτες- έχουν εγκαταλείψει την προσπάθεια για μια τέτοια θεώρηση επιλέγοντας αντιθέτως την κρίση των traders.
Και αυτό δεν είναι μια ακαδημαϊκή σοφιστεία. Αυτό που συνέβη στην Enron και στις τράπεζες ήταν ότι διαπραγματεύσιμα στοιχεία αξιολογούνταν όχι από άτομα που γνώριζαν για τα συμβόλαια ή τα δάνεια, αλλά από τους άσχημα πληροφορημένους και προκατειλημμένους traders.
Ένας βασικός στόχος των ισολογισμών των εταιριών είναι να παρέχουν στοιχεία που μπορούν να εξυπηρετήσουν στην ενημέρωση της αγοράς. Το να χρησιμοποιείς την κρίση της αγοράς ως βάση για τους εταιρικούς ισολογισμούς είναι σαν να κάνεις τα πράγματα ανάποδα.
Εάν ακολουθηθεί η λογική των ισολογισμών σε τιμές mark-to-market στα άκρα, τότε ο τεμπέλης οικονομικός διευθυντής θα μπορεί να συντάσσει τους ετήσιους ισολογισμούς εξετάζοντας απλώς τη μετοχή που θα καθορίζει την αξία της εταιρίας και θα αποτιμά έτσι τη συνολική απόδοση των επενδυτών ετησίως, προσδιορίζοντας κέρδη ή ζημίες.
Το να εκφράσεις επιφυλάξεις για τα πρωτεία των αρχών του mark-to-market δεν σημαίνει πως υποστηρίζεις ότι αποτιμώνται καλύτερα με βάση το ιστορικό κόστος. Οι τιμές αγοράς μπορεί να προσφέρουν ιδέες που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε επενδυτές και managers.
Tην περασμένη δεκαετία η υπόθεση της αποτελεσματικής αγοράς είχε ισοπεδωθεί από την πραγματικότητα.
Είναι κατανοητό πως με το προηγούμενο ανέντιμων στελεχών, και καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με δύσκολες νομικές ευθύνες, οι λογιστές αναζήτησαν έναν τρόπο να κρυφτούν πίσω από περίπλοκους και κατ’ επίφαση αντικειμενικούς κανόνες. Είναι κατανοητή η επιθυμία να καθορίζονται γενικοί κανόνες που θα εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως τοποθεσίας ή κλάδου. Όμως αυτή η αναζήτηση είναι εσφαλμένη. Η δυνατότητα σύγκρισης και συνέπειας έχει ελάχιστη σημασία εάν αυτά τα δύο είναι εις βάρος της συνάφειας.
Η παρουσίαση λογαριασμών που αντανακλούν την αληθινή και δίκαιη αξία των εταιρικών δραστηριοτήτων είναι αναγκαστικά μια πραγματιστική και εκλεκτική δραστηριότητα.
Οι λογαριασμοί έχουν πολλούς χρήστες και πολλούς σκοπούς και αυτοί ποικίλλουν ανάλογα με τη φύση της εργασίας και το περιβάλλον της. Η φύση και το περιεχόμενο των κατάλληλων χρηματοοικονομικών πληροφοριών θα πρέπει να είναι θέμα διαπραγμάτευσης μεταξύ των εταιριών που τις ετοιμάζουν και των πλευρών που τις χρησιμοποιούν.
Θα ήταν λάθος να εγκαταλειφθούν οι απαιτήσεις για αλήθεια, σύνεση και δικαιοσύνη στις εταιρικές αναφορές. Και αυτές οι αξίες είναι προϊόν κρίσης και προσωπικής υπευθυνότητας και της τήρησης συγκεκριμένων διαδικασιών.