Η Γερμανία καταρρέει και η Ευρώπη παραπαίει!

Οι επιπτώσεις της καταστροφικής πολιτικής της Μέρκελ και της τραγικής κυβέρνησης συνασπισμού του Σολτς έχουν συντρίψει το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας, ακριβώς τη στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη χρειάζεται τη βιομηχανική της ισχύ για να αντιμετωπίσει την επέλαση της Αμερικής του Τραμπ και να συμβαδίσει με την Κίνα

dimitris apokis dealnewsΤου Δημήτρη Γ. Απόκη*

Εάν κάποιος θέλει να εντοπίσει ένα στοιχείο το οποίο δείχνει το δυσοίωνο μέλλον της Ευρώπης και της οικονομίας της δεν έχει παρά να κοιτάξει τι συμβαίνει στη Γερμανία. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και πυλώνας της παραπαίουσας Ευρωπαϊκής Ενωσης πλησιάζει σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Οι ηγέτες των επιχειρήσεων το γνωρίζουν, οι άνθρωποι στη χώρα το αισθάνονται και το κατεστημένο του πολιτικού συστήματος αδυνατεί να αντιμετωπίσει την επερχόμενη κατάρρευση.

Η οικονομική κρίση της Γερμανίας χαρακτηρίζεται από την έλλειψη παραγγελιών, το υψηλό κόστος εργασίας και ενέργειας και την υψηλή ρύθμιση, η οποία οδήγησε τις εταιρίες στη μείωση του προσωπικού και την καθυστέρηση των προσλήψεων, οδηγώντας τον δείκτη Ifo, με έδρα το Μόναχο, σε πτώση 92,4 τον Δεκέμβριο, αφού έφτασε το 93,3 τον Νοέμβριο, σύμφωνα με έρευνα διευθυντικών στελεχών σε όλη τη Γερμανία.

Επειτα από πέντε χρόνια στασιμότητας η οικονομία της Γερμανίας είναι τώρα 5% μικρότερη από ό,τι θα ήταν, αν είχε διατηρηθεί η τάση ανάπτυξης πριν από την πανδημία.
Η γερμανική αποσύνθεση δεν αποτελεί ένα ξαφνικό φαινόμενο. Είναι μια πολύ αργή, πολύ παρατεταμένη πτώση. Οχι μιας εταιρίας, όχι μιας πόλης, αλλά ολόκληρης της χώρας και η Ευρώπη παρασύρεται μαζί της.

Οι επιπτώσεις της καταστροφικής πολιτικής της Μέρκελ και της τραγικής κυβέρνησης συνασπισμού του Σολτς έχουν συντρίψει το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας, ακριβώς τη στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη χρειάζεται τη βιομηχανική της ισχύ για να αντιμετωπίσει την επέλαση της Αμερικής του Τραμπ και να συμβαδίσει με την Κίνα, ενώ ο βαρύς σε οικονομικό κόστος πόλεμος της Ουκρανίας συνεχίζεται.

Η Γερμανία είναι βαθιά διχασμένη και το πολωμένο εκλογικό σώμα είναι απίθανο να δώσει σαφή εντολή διακυβέρνησης στις εκλογές του ερχόμενου Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Bundesbank Γιοακίμ Νάτζελ, «η ανταγωνιστική θέση της γερμανικής βιομηχανίας έχει επιδεινωθεί» και «οι αναπτυσσόμενες ξένες αγορές δεν έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη όπως στο παρελθόν».

Ο Χριστιανοδημοκράτης Φρίντριχ Μερτς είναι το φαβορί για την Καγκελαρία στις επερχόμενες εκλογές, αλλά οι μεταρρυθμίσεις του είναι απίθανο να προχωρήσουν αρκετά, ώστε να αναζωογονήσουν την οικονομία.

Ο Μερτς προσπαθεί να επιστρέψει σε ένα πλαίσιο πολιτικής που βοήθησε στην προώθηση της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλών φόρων, των περιορισμένων ρυθμίσεων και των βασικών κοινωνικών παροχών. Συνολικά αυτό σημαίνει μικρότερο ρόλο για το κράτος και, κατά συνέπεια, απροθυμία να χαλαρώσει σημαντικά τους περιορισμούς των δημόσιων δαπανών, γνωστό ως φρένο χρέους.
Οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς, αντίθετα, κάνουν εκστρατεία για πιο ουσιαστικές αλλαγές στους συνταγματικούς κανόνες δανεισμού. Θέλουν, επίσης, να δημιουργήσουν ένα ταμείο 100 δισ. ευρώ για να επιταχύνουν τις δαπάνες υποδομής και να εισαγάγουν φορολογική έκπτωση για εταιρικές επενδύσεις.

Ενώ ένας «μεγάλος συνασπισμός» Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών μπορεί να είναι σε θέση να εξασφαλίσει την πλειοψηφία και να αποφύγει μια δυσκίνητη τριμερή συμμαχία, αυτό δεν είναι εγγυημένο, καθώς η απογοήτευση οδηγεί τους ψηφοφόρους προς αντισυστημικά κόμματα.

Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) βρίσκεται στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις και η αριστερή Συμμαχία Sahra Wagenknecht ή BSW θα μπορούσε να μπει στην Bundestag μόλις έναν χρόνο μετά τη δημιουργία της. Συνδυαστικά έχουν υποστήριξη από περίπου το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος.

Καθώς οι οικονομολόγοι και οι ηγέτες των επιχειρήσεων φωνάζουν για τη μείωση της γραφειοκρατίας, τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και την επιτάχυνση των προσπαθειών ψηφιοποίησης, ο πολιτικός διχασμός απειλεί να κρατήσει τη Γερμανία σε μια πορεία που επικεντρώνεται στην προστασία του status quo, αντί να στρέφεται προς το μέλλον.

Τα 16 χρόνια διακυβέρνησης της Ανγκελα Μέρκελ αποδεικνύονται καταστροφικά για τη Γερμανία και την Ευρώπη, με το αμφιλεγόμενο φρένο χρέους, αλλά και την ανεπαρκή επένδυση στην άμυνα, τις μεταφορές και την εκπαίδευση. Εμβάθυνε, επίσης, την εξάρτηση της Γερμανίας από τη φθηνή ρωσική ενέργεια, ένα έγκλημα που αποκαλύφθηκε με την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία και για το οποίο την είχε προειδοποιήσει μπροστά στις κάμερες ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.

Ο κατάλογος των προβλημάτων μεγαλώνει, το αναπτυξιακό δυναμικό της Γερμανίας, δηλαδή, ο ρυθμός με τον οποίο η οικονομία της μπορεί να επεκταθεί χωρίς να παράγει πληθωρισμό, έχει μειωθεί σε μόλις 0,4%, σύμφωνα με το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της χώρας. Προσθέστε κυκλικές διακυμάνσεις και το φλερτ με την ύφεση γίνεται πραγματικότητα.

Για να αναζωογονήσει την ανταγωνιστικότητα, η Γερμανία πρέπει τελικά να δαπανήσει περισσότερα. Σύμφωνα με αναλυτές, η Γερμανία για να καλύψει τη διαφορά με άλλες προηγμένες οικονομίες θα πρέπει να αυξήσει τις ετήσιες επενδύσεις σε υποδομές και άλλα δημόσια αγαθά κατά περίπου ένα τρίτο στα 160 δισ. ευρώ, αύξηση που ισοδυναμεί με περισσότερο από 1% του ΑΕΠ.

Ακόμα και αν η ανάκαμψη της ανάπτυξης αμβλύνει τον αντίκτυπο του υψηλότερου δανεισμού, η χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική είναι απίθανη. Αν και υπάρχουν συζητήσεις που αποσκοπούν στη χαλάρωση των κανόνων που περιορίζουν το καθαρό νέο χρέος στο 0,35% του ΑΕΠ, μια συνταγματική αλλαγή αποτελεί πρόκληση στο κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο της Γερμανίας.

Ο ιδιωτικός τομέας έχει, επίσης, πληγεί. Οι δαπάνες για μηχανήματα είναι πάνω από 9%, κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα. Μια πρόσφατη έρευνα μεταξύ οικογενειακών επιχειρήσεων έδειξε ότι σχεδόν οι μισές δεν σχεδιάζουν καν να αντικαταστήσουν αυτό που σπάει, κατηγορώντας τη γραφειοκρατία και τις απρόβλεπτες πολιτικές. Αυτή είναι ουσιαστικά μια ψήφος μη εμπιστοσύνης σε μια οικονομία που αγωνίζεται να διατηρήσει το καθεστώς της ως τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο.

Υπάρχουν και θετικά. Η Γερμανία έχει σαφώς το χαμηλότερο ποσοστό χρέους από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ομάδας των Επτά, γεγονός που παρέχει περιθώριο δαπανών, εάν υπάρχει πολιτική βούληση. Η Γερμανία φιλοξενεί, επίσης, σχεδόν το 50% μικρών εταιριών, που εξακολουθούν να είναι παγκόσμιοι ηγέτες στον τομέα τους.

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Γερμανία είναι πολύ δύσκολες. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η κάποτε φημισμένη αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας θα χάσει μερίδιο αγοράς και θα επιταχύνει τη μετεγκατάσταση της παραγωγής στο εξωτερικό. Ως αποτέλεσμα ο τομέας θα χάσει έως και το 40% της προστιθέμενης αξίας του στη Γερμανία τα επόμενα 10 χρόνια.

Η Thyssenkrupp AG, η μεγαλύτερη χαλυβουργία της χώρας και μία από τις αρχικές δυνάμεις πίσω από τη γερμανική εκβιομηχάνιση, είναι μία από αυτές που κάνουν περικοπές στο εσωτερικό. Σχεδιάζει να μειώσει το εργατικό δυναμικό στη χαλυβουργική μονάδα της κατά περίπου 40% αυτή τη δεκαετία και να κλείσει δύο υψικαμίνους.

Η σταθερότητα του οικονομικού συστήματος της Γερμανίας, όπως το γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες, καταρρέει και μαζί του σκοτεινιάζουν και οι προοπτικές ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας.

*Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, γεωπολιτική και διεθνή οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσινγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως δημοσιογράφος υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στον Λευκό Οίκο, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το αμερικανικό Πεντάγωνο

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 27/12/2024)

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ