ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΡΚΙΔΗ*
Αναμφίβολα η ελληνική οικονομία ανεβαίνει ψηλότερα και πλησιάζει τις προηγμένες οικονομίες. Και μάλιστα σε μία περίοδο διεθνούς αναταραχής, με τις ισχυρές χώρες να βρίσκονται αντιμέτωπες με την υποβάθμιση του αξιόχρεού τους. Αλλωστε, η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Scope επιβεβαιώνει την ορθότητα της δημοσιονομικής και γενικότερα οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Αλλά αυτό το γεγονός, όπως και οι λοιπές αξιολογήσεις που έγιναν γνωστές από άλλους οίκους, δεν αποτελεί την αφορμή για να επαναπαυτούμε. Και εδώ ακριβώς είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση. Να δούμε έγκαιρα στην αυγή του 2025 τα στοιχεία εκείνα που θα προσδώσουν περισσότερη σταθερότητα στην οικονομία, αλλά και θα εμπεδώσουν το μήνυμα της ανάπτυξης στις παγκόσμιες αγορές, αλλά και του γεγονότος ότι όντως η χώρα αποκαθιστά με σταθερά βήματα το φιλοεπενδυτικό περιβάλλον.
Θα πρέπει να δούμε σοβαρά, στο πλαίσιο της συντελούμενης ψηφιοποίησης που επιχειρεί, επιτυχώς μέχρι τώρα η κυβέρνηση, αυτό για το οποίο τις τελευταίες δεκαετίες μιλάμε. Για το one stop shop. Νομικά πλαίσια, διευκρινιστικές εγκύκλιοι, αποφάσεις όλων των βαθμίδων της Αυτοδιοίκησης, περιβαλλοντικές νόρμες και όχι μόνο δημιουργούν έναν κυκεώνα, ο οποίος αποστρέφει έναν επενδυτή να «βυθιστεί» σε μια πραγματικότητα χρονοβόρα και ενίοτε ατέρμονη ως προς το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Που δεν είναι άλλο από το πλαίσιο εκείνο που απαιτεί μια επένδυση για να εξακριβωθεί το εύρος χρόνου της απόδοσης, αλλά και της απόσβεσης των επενδυμένων κεφαλαίων και φυσικά του κέρδους. Αυτό το ψηφιακό one stop shop λείπει από τη χώρα σε μία χρονική συγκυρία όπου η οικονομία της είναι σε φάση ανάκαμψης και απαιτεί για τη συνέχισή της επενδύσεις. Το 2024 είχαμε την αναζωογόνηση των μεγάλων ναυπηγείων, χάρη στις επενδύσεις που έγιναν αλλά και στην αποφασιστικότητα των επενδυτών να «βυθιστούν» σε μια «πραγματικότητα» η οποία θα πρέπει να απαλειφθεί κατά το δυνατόν άμεσα.
Είναι γεγονός ότι πρέπει να επιταχυνθούν όλες οι διαδικασίες για την περαιτέρω ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα, υπό την προϋπόθεση η επιτάχυνση αυτή να γίνει με προσοχή, ώστε αφενός να μη μείνουν κενά σε επιμέρους τομείς που χρήζουν ψηφιοποίησης και αφετέρου να μη γίνουν εσφαλμένες κινήσεις ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος, αντί η ψηφιοποίηση να μειώσει τη γραφειοκρατία να την ενσωματώσει. Με άλλα λόγια, το μεγάλο διακύβευμα είναι η απλοποίηση όλου εκείνου του πλαισίου που σήμερα «κατηγορείται» για την ανάσχεση επενδύσεων, για την κατασπατάληση ανθρωποωρών σε διαδικασίες διερεύνησης, διασταύρωσης και τελικά χρήσης πληροφοριών, που είναι χρήσιμες για το επιχειρείν, αλλά και για την ταλαιπωρία που υφίσταται ο απλός πολίτης στην καθημερινότητά του με την επαφή με το Δημόσιο. Και αν η πρώτη τετραετία της κυβέρνησης «χαρακτηρίστηκε» από το gov.gr, η δεύτερη τετραετία είναι η τετραετία στην οποία η Τεχνητή Νοημοσύνη θα «εισβάλει», με την καλή έννοια, για τα καλά στη ζωή μας και θα μπορούμε να την αγκαλιάσουμε ως προς τις ευκαιρίες της και να προστατευτούμε από τις απειλές της. Οφείλουμε να αξιολογήσουμε με τα μέχρι στιγμής δεδομένα τα πεδία τα οποία η Α.Ι. μπορεί να συμβάλει στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, που, άλλωστε, είναι και η διαχρονικά «μόνιμη πρόκληση».
Επιπροσθέτως η ανάπτυξη των ΑΠΕ πρέπει να συνεχιστεί, όπου εδώ η μεγάλη πρόκληση αφορά τη διαχείριση της «πράσινης» ενέργειας, τη διανομή και την αποθήκευσή της. Πέραν της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της μεταποίησης αλλά και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από την «πτώση» του κόστους της ενέργειας που καταναλώνουν, η δυνατότητα που έχει η Ελλάδα στο να παρέχει φθηνή καθαρή -ηλιακή και αιολική- ενέργεια αποδεικνύεται σε συγκριτικό πλεονέκτημα για την προσέλκυση επενδύσεων σε data centers. Η παροχή φθηνής ενέργειας είναι κάτι το οποίο ενδιαφέρει ιδιαίτερα τα μεγάλα data centers, καθώς είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα, και η παροχή σταθερής ενέργειας, η οποία σε μεγάλο βαθμό είναι «πράσινη» ενέργεια, είναι κάτι το οποίο η χώρα μας μπορεί να προσφέρει. Και τα data centers, ως γνωστόν, δημιουργούν έναν σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας γι’ αυτά, αλλά και ένα μεγαλύτερο, άρα και σημαντικότερο αριθμό θέσεων εργασίας, στο επιχειρηματικό «μικροκλίμα» που δημιουργούν ή στο cluster που περιστρέφεται γύρω τους.
Επίσης, το νέο έτος θα πρέπει να μας απασχολήσει η ανάπτυξη μιας νέας πολιτικής για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μιας πολιτικής εστιασμένης στο μέγεθος. Πρέπει να σκεφθούμε πρώτα σε μικρή κλίμακα και να αλλάξουμε «νοοτροπία» στη χάραξη αυτής της πολιτικής. Δεν φτάνει πλέον να λέμε και επαναλαμβάνουμε ότι οι ΜμΕ είναι η «ραχοκοκαλιά της οικονομίας», αλλά θα είναι χρήσιμο να δούμε τα «ειδικά εργαλεία» που θα πρέπει να αξιοποιηθούν, ώστε να διασφαλιστεί ότι θα έχουν ομαλή μετάβαση στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία. Η βιωσιμότητα και η ανταγωνιστικότητα είναι έννοιες συνυφασμένες για το επιχειρείν. Επίσης, η πλεονεκτική θέση της Ελλάδας ως κόμβου μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής την καθιστά ιδανική τοποθεσία για διεθνή έργα συνδεσιμότητας. Η ενσωμάτωση της χώρας στο παγκόσμιο δίκτυο δημιουργεί νέους ορίζοντες για επενδύσεις σε πολλά πεδία της οικονομίας.
Τέλος, πρέπει να εμπεδωθεί και το γεγονός ότι η προστασία και η ανάπτυξη του εμπορίου, της βιομηχανίας, της βιοτεχνίας, των επαγγελμάτων, του τομέα παροχής υπηρεσιών, των εξαγωγών και κάθε κλάδου της οικονομίας, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τους στόχους της εθνικής οικονομίας για την ανάπτυξη και την πρόοδο αυτής, περνούν μέσα από τα επιμελητήρια.
*Πρόεδρος ΕΒΕΠ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 3/1/2025)