Με μία επιστολή 817 λέξεων ο Τάσος Κάκος ενημέρωσε σήμερα εγγράφως την ΕΠΟ για την απόφασή του να κρεμάσει τη σφυρίχτρα του ενάμισι χρόνο πριν συμπληρώσει το όριο ηλικίας (μπορούσε να διευθύνει αγώνες μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015).
Στον απολογισμό του χαρακτηρίζει ως κορυφαίες στιγμές της καριέρας του τις βραβεύσεις από τους πρωταγωνιστές, τους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, και ευχαριστεί ακόμη «και εκείνους που καμιά φορά στεναχώρησα». Σημειώνει επίσης πως είδε το «σημάδι» της 26ης Απριλίου. Τέτοια ημερομηνία πριν από 16 χρόνια είχε διευθύνει τον πρώτο του αγώνα στο τοπικό της ΕΠΣ Κέρκυρας και την ίδια μέρα το 2014 κλήθηκε να σφυρίξει στον τελικό του κυπέλλου Ελλάδος κλείνοντας τον κύκλο με τον καλύτερο τρόπο. Γιατί όπως αναφέρει η πιο μεγάλη τέχνη είναι να ξέρεις να αποχωρείς την κατάλληλη στιγμή».
Αναλυτικά η επιστολή που έστειλε στην ΕΠΟ:
«Όταν ξεκίνησε η σεζόν είχα εκμυστηρευτεί σε δικούς μου ανθρώπους ότι αυτή μπορεί να ήταν η τελευταία μου στη διαιτησία. Ωστόσο το «αντίο» δεν είναι ποτέ εύκολο κι ομολογώ πως πριν τον τελικό του κυπέλλου Ελλάδος, ένιωθα πως ως απόφαση το «αντίο» θα με απασχολήσει μετά την έκβαση των play offs. Μετά το τέλος του τελικού όμως, κι αφού πέρασαν κάποιες μέρες, κατάλαβα πως η ιδανικότερη στιγμή για έναν αποχαιρετισμό είναι τώρα. Άλλωστε, «η πιο μεγάλη τέχνη είναι να ξέρεις να αποχωρείς την κατάλληλη στιγμή». Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος θα ήθελε να ολοκληρώσει την καριέρα του όταν αυτή βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Εγώ έτσι νιώθω.
Αποχωρώ μετά την διεύθυνση ενός μεγάλου παιχνιδιού, τον φετινό τελικό του κυπέλλου Ελλάδος. Ήταν ένα ματς κρίσιμο, από αυτά που χαρακτηρίζονται αγωνιστικά, «υψηλής επικινδυνότητας». Υπήρξα κοινής αποδοχής, πράγμα που αποτέλεσε για μένα ένα είδος δικαίωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι η διεξαγωγή του τελικού ήρθε σε μια δύσκολη περίοδο για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Η επιλογή μου ένιωσα ότι είχε κάτι συμβολικό καθώς την ίδια μέρα 16 χρόνια νωρίτερα, 26 του Απρίλη 1998 έπαιξα το πρώτο μου παιχνίδι ως διαιτητής. Ήταν ένα ματς του τοπικού πρωταθλήματος της Κέρκυρας. Όταν επιλέχτηκα για τον τελικό το είδα σαν σημάδι πως ένας κύκλος ολοκληρώθηκε.
Συμπλήρωσα φέτος δεκαέξι χρόνια στη διαιτησία. Αποτελούν το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής μου. Φέτος ολοκληρώθηκε η δεκαετής παρουσία μου στους πίνακες της Super League και είχα την τιμή και την αποστολή να διευθύνω τα περισσότερα παιχνίδια και ντέρμπι από κάθε άλλο διαιτητή καθώς και όλους τους άτυπους τελικούς των play offs. Διεύθυνα και τέσσερις τελικούς του κυπέλλου Ελλάδος μεταξύ αυτών και το ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ-ΑΕΚ (4-4 με νίκη του Ολυμπιακού μετά από 34 πέναλτις ), που θεωρήθηκε το καλύτερο παιχνίδι όλων των εποχών. Εκπροσώπησα επίσης την Ελλάδα και την Ελληνική Διαιτησία στον κόσμο για εφτά χρόνια ως Διεθνής Διαιτητής.
Όλα αυτά τα πέτυχα ξεκινώντας τη διαιτησία σε σχετικά μεγάλη ηλικία κι όταν όλοι εκτιμούσαν ότι λόγω ηλικίας δεν είχα πολλά περιθώρια εξέλιξης.
Είμαι σίγουρος πως σε αυτή την διαδρομή είχα συνοδοιπόρο τη «ΦΩΤΙΣΗ» του πολιούχου της Κέρκυρας Άγιο Σπυρίδωνα.
Όλα αυτά τα χρόνια προσπάθησα με αντικειμενικότητα, σοβαρότητα και αίσθημα δικαιοσύνης να μην αδικήσω ποτέ κανέναν. Να σταθώ ακριβοδίκαιος και σωστός, αντάξιος δηλαδή της σπουδαίας διαιτητικής αποστολής. Αυτό όσο είναι δυνατό για έναν άνθρωπο, για ένα διαιτητή που είναι ένας δικαστής του δευτερολέπτου. Για αυτό και αν ασυνείδητα αδίκησα κάποιον ζητώ να κριθώ με επιείκεια.
Οι ποδοσφαιρόφιλοι άλλωστε με τη δική τους κατανόηση μου επέτρεψαν να κάνω μια καριέρα για την οποία είμαι και θα παραμείνω περήφανος. Πορεύτηκα με όπλο την ακεραιότητα του χαρακτήρα μου, η οποία πάντοτε φαινόταν και την οποία όσοι καταλαβαίνουν την εκτίμησαν. Για αυτό θεωρώ, ως καλύτερες στιγμές της καριέρας μου, τις βραδιές εκείνες, στις οποίες τις πέντε τελευταίες χρονιές, παρέλαβα το βραβείο του καλύτερου διαιτητή της χρονιάς από τους πρωταγωνιστές, τους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές.
Η δική τους αναγνώριση είναι η μεγαλύτερη μου διάκριση, με τιμά και είναι η μεγάλη παρακαταθήκη μου.
Όταν ξεκίνησα την καριέρα μου είχα βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου πως ό,τι και να γίνει δεν θα αλλοίωνε το χαρακτήρα και τη φιλοσοφία μου. Πρώτα από όλα είμαι αθλητής και μετά διαιτητής.
Διάλεξα τον δύσκολο δρόμο, και το όνομα μου δεν αναμείχθηκε ΠΟΤΕ, τον ολοκλήρωσα με τον καλύτερο τρόπο και νιώθω περήφανος για αυτό. Αν είχα σχεδιάσει την όλη πορεία μου και το πώς θα ήθελα να τελειώσει δεν θα μπορούσα να το είχα κάνει τόσο καλά.
Τη διαιτησία, αν και ήρθε τυχαία στην ζωή μου, την αγάπησα πολύ. Της αφιερώθηκα, απόλαυσα τις στιγμές, μου χάρισε και της χάρισα. Τα έκανα όλα με τον δικό μου τρόπο. Νιώθω ότι υπήρξε ένα κομμάτι της ψυχής μου , το οποίο σήμερα παύει να υπάρχει. Έχω προετοιμαστεί, για να με πονέσει όσο το δυνατόν λιγότερο αυτή η απουσία.
Είμαι χαρούμενος, που ολοκληρώνω την παρουσία μου, όπως θα ήθελε πιστεύω κάθε διαιτητής. Αποχωρώ από τη διαιτησία πλήρης, γεμάτος αναμνήσεις και με έντονα συναισθήματα ικανοποίησης για την προσφορά μου στον ελληνικό αθλητισμό και ειδικότερα στο ποδόσφαιρο που τόσο αγαπώ.
Σε αυτήν την πορεία υπήρξαν άνθρωποι που με στήριξαν αποφασιστικά. Ξεχωρίζω για αυτή τη στήριξη και τους ευχαριστώ τα παιδιά μου, τους γονείς μου, την Ε.Π.Σ. Κέρκυρας και ιδιαίτερα τον Πρόεδρό της κ. Ανδρέα Προβατά, το φίλο και προπονητή μου Νίκο Μόσχο, το φίλο και φυσιοθεραπευτή μου Γιάννη Γεωργόπουλο. Φεύγοντας νομίζω ότι δικαίωσα όσους με εμπιστεύθηκαν.
Ευχαριστώ τα ΔΣ και τους Πρόεδρους της ΕΠΟ ( κ.κ. Γκαγκάτση, Πιλάβιο, Σαρρή) και τα μέλη των ελληνικών και διεθνών επιτροπών διαιτησίας. Ευχαριστώ τους συνάδελφους διαιτητές με τους οποίους συνεργάστηκα, η καλή συνεργασία μετρά πιο πολύ από φιλίες και λυκοφιλίες-δημόσιες σχέσεις δεν έκανα ποτέ και το γνωρίζουν όλοι. Τέλος ευχαριστώ τους ποδοσφαιρόφιλους, κυρίως εκείνους που καμιά φορά στεναχώρησα.
Για το ποδόσφαιρο εύχομαι να βρει το δρόμο του και να γίνει καλύτερο. Το έχει ανάγκη η κοινωνία μας και η ποδοσφαιρική οικογένεια. Με συνεννόηση και συνεργασία και ένα όραμα.
Ελπίζω να τα ξανά πούμε. Με εκτίμηση σε όλους Κάκος Αναστάσιος»