Στη συνεχή τάση δημιουργίας όχι μόνο νέων Ανεξάρτητων Αρχών αλλά και “δήθεν Αρχών” με ποικίλα χαρακτηριστικά που συχνά δεν έχουν σχέση, ούτε καν συγκρισιμότητα με τις αρχικές πέντε Αρχές που θεσπίστηκαν με το Σύνταγμα, αναφέρθηκε ο επίτιμος πρόεδρος του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) Θεόδωρος Παπαλεξόπουλος, μιλώντας σε σήμερα εκδήλωση του Ιδρύματος για την παρουσίαση της μελέτης του Ιδρύματος με τίτλο: “Ανεξάρτητες Αρχές του Οικονομικού Τομέα: Σκέψεις και Αποτιμήσεις”.
Ο επίτιμος πρόεδρος του ΙΟΒΕ προειδοποίησε για τον κίνδυνο υποβάθμισης του χρήσιμου αυτού νέου θεσμού αν δεν βρεθεί η χρυσή τομή που να διασφαλίζει την αποτελεσματική τους λειτουργία. Σε χαιρετισμό του ο γραμματέας του ΔΣ του ΙΟΒΕ Λεωνίδας Γεωργόπουλος σημείωσε ότι η τάση δημιουργίας νέων Αρχών καταδεικνύει σε μεγάλο βαθμό την αδυναμία της διοίκησης να εφαρμοσθούν οι νόμοι και οι αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων. Υπογράμμισε ότι η δημιουργία Αρχών, χωρίς σαφή στόχευση και προσανατολισμό όχι μόνο δεν δίνει λύσεις αλλά “αποτελούν αρνητικό στοιχείο στην εκτίμηση του έργου και της λειτουργίας εκείνων των Αρχών οι οποίες εύλογα θεωρούνται ως χρήσιμες και απαραίτητες.
Παρουσιάζοντας την μελέτη ο Υπεύθυνος του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας του ΙΟΒΕ καθηγητής Σταύρος Ιωαννίδης αναφέρθηκε στην άνθιση του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών (Α.Α.) σε παγκόσμιο επίπεδο και την σχετικά πρόσφατη ένταξή τους στην θεσμική εξέλιξη της ελληνικής πολιτείας.
Στην μελέτη αναδεικνύει μια σειρά ιδιαιτεροτήτων του θεσμού των Α.Α. όπως έχουν αναπτυχθεί στη χώρα μας. Μεταξύ άλλων στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμα γενική συμφωνία για τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την ίδρυση μιας Αρχής ή για την ακριβή μορφή που πρέπει να λάβει ενώ η ίδρυση μιας Α.Α. δεν σημαίνει πάντα ότι η εκτελεστική εξουσία προτίθεται πραγματικά να την ενεργοποιήσει. Επίσης η ανεξαρτησία των Α.Α. από την κρατική διοίκηση δεν είναι πάντα κατοχυρωμένη και υπόκειται σε αυξομειώσεις με βάση τις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές.
Στην Ελλάδα σήμερα 15 είναι οι υπηρεσίες που χαρακτηρίζονται από την ελληνική πολιτεία ως Ανεξάρτητες Αρχές, ή έχουν βασικά χαρακτηριστικά των ΑΑ. Πέντε από αυτές τις Αρχές θεσμοθετούνται από το ίδιο το Σύνταγμα κάτι που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, αναφέρει ο ΙΟΒΕ.
Στην μελέτη υπογραμμίζεται ότι το πρόβλημα της τοποθέτησης των Α.Α. στον χάρτη της ελληνικής δημόσιας διοίκησης θα μπορούσε να περιγραφεί ως η έλλειψη μιας “χρυσής τομής”. Όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ, ο θεσμός των Α.Α. στην Ελλάδα εμφανίζει την συνύπαρξη ακραίων χαρακτηριστικών. Υπάρχουν Αρχές εξαιρετικά αναγνωρίσιμες από την κοινή γνώμη, και άλλες που φαίνεται ότι έχουν ξεχαστεί ακόμα και από τα υπουργεία που τις ίδρυσαν. Υπάρχουν Αρχές με έντονη δραστηριότητα και άλλες που λειτουργούν υποτονικά ή δεν λειτουργούν καθόλου. Κάποιες Αρχές έχουν ιδρυθεί από την πολιτεία για να λύσουν πραγματικά προβλήματα της διοίκησης, ενώ κάποιες άλλες αποτελούν ουσιαστικά “αποδιοπομπαίους τράγους” για την απεμπόληση των ευθυνών της εκτελεστικής εξουσίας. Τέλος, η αποτελεσματικότητα κάποιων Α.Α. είναι αδιαμφισβήτητη, ενώ για κάποιες άλλες η πολιτεία δεν έχει κατορθώσει να δημιουργήσει μηχανισμούς μέσω των οποίων να μπορεί να ελέγξει την αποτελεσματικότητά τους.
Στην εκδήλωση υπογραμμίστηκε η ανάγκη για την πραγματοποίηση μιας ουσιαστικής δημόσιας συζήτησης με στόχο την επίτευξη μιας γενικής συμφωνίας στη χώρα σχετικά με το υπό ποιες προϋποθέσεις η ίδρυση Α.Α. μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης. Η συμφωνία αυτή αφορά τόσο τις νέες Αρχές που προτείνεται να ιδρυθούν, όσο και εκείνες που ήδη υπάρχουν.
Η μελέτη του ΙΟΒΕ τοποθετείται κριτικά έναντι προτάσεων για ίδρυση νέων Αρχών, οι οποίες έχουν διατυπωθεί τελευταία. Στη δημόσια συζήτηση έχουν ακουστεί τους τελευταίους μήνες δύο νέες Ανεξάρτητες Αρχές, τη δημιουργία των οποίων φαίνεται ότι εξετάζει η κυβέρνηση. Η πρώτη είναι η επανίδρυση της Ρυθμιστικής Αρχής Θαλασσίων Ενδομεταφορών και η δεύτερη μια νέα Αρχή, με στόχο την άσκηση αντιμονοπωλιακής πολιτικής. Και για τις δύο δικαιολογούνται σοβαρές επιφυλάξεις, αναφέρει το ΙΟΒΕ.
Όσον αφορά την πρώτη, δεν είναι καθόλου σαφές γιατί η ρύθμιση της αγοράς των θαλασσίων ενδομεταφορών απαιτεί τη λειτουργία μιας Αρχής εκτός της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Από την άλλη πλευρά, η προοπτική ίδρυσης Αρχής με αντικείμενο την άσκηση “αντιμονοπωλιακής” πολιτικής πρέπει να αντιμετωπιστεί με ακόμα μεγαλύτερη επιφύλαξη, λόγω της πιθανής σύγκρουσης αρμοδιοτήτων με την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Πράγματι, φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να οριοθετηθεί το αντικείμενο μιας Αρχής που της έχει ανατεθεί η προώθηση και ενίσχυση του ανταγωνισμού, από εκείνο μιας άλλης στην οποία ανατίθεται η καταπολέμηση μονοπωλιακών φαινομένων.