Μία μονάδα διαφορά σ’ ένα μάθημα μπορεί να κάνει το όνειρο πραγματικότητα ή να το απομακρύνει.
Μία μονάδα διαφορά μπορεί να προκύψει από πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Η επιτρεπτή διαφορά των δύο βαθμολογητών είναι 12 μονάδες στις 100, χωρίς να κριθεί αναγκαία η αναβαθμολόγηση. Αυτή η επιτρεπτή διαφορά μπορεί να δώσει τη μία μονάδα διαφορά. Ο 1ος βαθμολογητής βάζει 70 και ο δεύτερος 82 ο μέσος όρος είναι 76. Στον πίνακα 1 βλέπουμε ότι ο τελικός βαθμός του υποψηφίου είναι 15,2, ενώ αν οι δύο βαθμολογητές βαθμολογούσαν όσο ο πρώτος ο τελικός βαθμός θα ήταν 14. Αν και οι δύο βαθμολογητές βαθμολογούσαν όσο και ο δεύτερος ο τελικός βαθμός θα ήταν 16,4. Οι διαφορές είναι μεγαλύτερες της μίας μονάδας.
Εκτός από τον βαθμολογητή και άλλοι παράγοντες μπορεί να φέρουν διαφορά μίας μονάδας σε ένα μάθημα, σύμφωνα με δημοσίευμα της Ναυτεμπορικής. Ένα λάθος στις πράξεις στα θετικά μαθήματα ή μία μη πλήρης διατύπωση μπορεί να φέρουν διαφορές μεγαλύτερες της μίας μονάδας.
Τις συνέπειες αυτής της διαφοράς μπορείτε να δείτε στον πίνακα 2. Ανάλογα με τη βαρύτητα του μαθήματος αυτό μπορεί να μετρήσει από 136 έως 266 μόρια.
Μικρές αποκλίσεις μπορεί να υπάρξουν γιατί διαφορετικά επηρεάζει ο προφορικός βαθμός αν είναι κοντά στον γραπτό και διαφορετικά επηρεάζει αν έχει γίνει προσαρμογή του προφορικού στον γραπτό.
Επίσης στη διαδικασία υπολογισμού των μορίων γίνονται κάποιες στρογγυλοποιήσεις στο δεύτερο ψηφίο του γενικού βαθμού πρόσβασης. 1 μονάδα σε ένα μάθημα μπορεί να επηρεάσει αρκετά το μέσο όρο αν το μάθημα αυτό απέχει αρκετά από το μέσο όρο.
Έτσι οι διαφορές από 136 έως 266 μόρια μπορεί να έχουν μικρές αυξομειώσεις.
Το θέμα είναι ότι, έτσι όπως αυξάνει ο ανταγωνισμός για μια θέση στις περιζήτητες σχολές και μεγαλώνει η ψαλίδα ανάμεσα στις σχολές υψηλής και χαμηλής ζήτησης, είναι κρίσιμο και το ένα μόριο, πόσο μάλλον τα 266.
Οι υποψήφιοι λοιπόν, μπορούν να καθορίσουν τα μαθήματα στα οποία θα ρίξουν ιδιαίτερο βάρος στην επανάληψή τους, αφού βλέπουμε ότι δεν έχουν όλα την ίδια βαρύτητα σε μόρια.
Αντιλαμβανόμαστε ότι στο νέο σύστημα πρόσβασης πρέπει να αντιμετωπιστούν τέτοια προβλήματα που μπορεί να αδικήσουν κάποιους υποψηφίους. Όσο περισσότερα είναι τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την εισαγωγή τόσο μειώνεται το πιθανό λάθος που μπορεί να προκύψει από τη βαθμολόγηση ή μια απροσεξία του υποψηφίου.
Από την άλλη δεν είναι σωστό να εξοντώνουμε τους υποψηφίους με πολλαπλές εξετάσεις. Ζητούμενο είναι, όπως πάντα, η ισορροπία. Να δούμε τη λύση που θα δώσει το καινούριο σύστημα πρόσβασης στις ανώτατες σχολές και, κυρίως, την εφαρμογή της στην πράξη.