Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε η επιτροπή LIBE του Ευρωκοινοβουλίου για την επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα και τη σειρά επαφών στην Ελλάδα, με σαφείς αιχμές κατά της κυβέρνησης σχετικά με τα ζητήματα ελευθερίας του Τύπο, τη μεταναστευτική πολιτική, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα θέματα ισότητας, την καταπολέμηση της διαφθοράς και το κράτος Δικαίου, τις παρακολουθήσεις και τη χρήση κακόβουλων λογισμικών, ενώ ανέδειξε και την έλλειψη συνεργασίας από το κυβερνητικό επιτελείο και τις αρμόδιες αρχές.
Η Ολλανδή ευρωβουλευτής Σόφι ιντ’ Φελτ η οποία είναι ευρωβουλευτής µε το Renew Europe (οµάδα φιλελεύθερων και κεντρώων στην Ευρωβουλή µε επιρροή Μακρόν), ξεκίνησε τη συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα (από τη διαδικασία απείχε τον Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα), εκφράζοντας τα συλλυπητήρια της επιτροπής για το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη τονίζοντας μιλώντας μάλιστα στα ελληνικά:
«Θα ήθελα να απευθύνω, εκ μέρους όλων των συναδέλφων μου, τα βαθιά συλλυπητήριά μας στις οικογένειες των θυμάτων», εκφράζοντας τη συμπαράσταση όλων στον ελληνικό λαό. «Οι λέξεις “πάρε με όταν φτάσεις” έχουν γίνει πλέον σύμβολο άφατου πόνου και πένθους, καθώς αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι τόσοι νέοι άνθρωποι χάθηκαν άδικα».
Αμέσως μετά η Σόφι ιντ’ Φελτ, ξεκίνησε την ομιλία της με ευχαριστίες σε όλους όσοι συνεργάστηκαν με την Επιτροπή, ενώ δήλωσε ότι «λυπούμαστε για το γεγονός ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, υπουργοί της κυβέρνησης, εκπρόσωποι της Αστυνομίας, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος και άλλοι αξιωματούχοι δεν ήταν διαθέσιμοι», όπως είπε.
Υπογράμμισε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν «πολύ σοβαροί κίνδυνοι για το κράτος Δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα». Η λογοδοσία, απαραίτητη διαδικασία για μια υγιή Δημοκρατία, βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση.
«Περιορίζεται η δυνατότητα κινήσεων ανεξάρτητων Αρχών και ανεξάρτητων ΜΜΕ, η Δικαιοσύνη είναι εξαιρετικά αργή και αναποτελεσματική, προκαλώντας την ιδέα της ατιμωρησίας. Η διαφθορά διαβρώνει τις δημόσιες υπηρεσίες και το κοινό καλό», σημείωσε.
Η Επιτροπή επισήμανε αρχικά ότι «έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ χωρίς πρόοδο των ερευνών. Αυτό στέλνει το μήνυμα ότι η ασφάλεια των δημοσιογράφων δεν αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Χωρίς άλλη καθυστέρηση η υπόθεση πρέπει να ερευνηθεί και η Επιτροπή συστήνει η Ελλάδα να ζητήσει βοήθεια της Europol».
Οι δημοσιογράφοι είναι εκτεθειμένοι σε σειρά απειλών, σωματικών και λεκτικών, αλλά και σε παρακολουθήσεις με κακόβουλα λογισμικά και αγωγές SLAPP που απαιτούν με υπέρογκες αποζημιώσεις. Λίγοι ολιγάρχες έχουν στα χέρια τους την ιδιοκτησία των περισσότερων μεγάλων ομίλων ΜΜΕ, περιορίζοντας την ελευθερία και την πολυφωνία. Καταγράφεται δραματική μείωση της δημοσιοποίησης συγκεκριμένων θεμάτων της επικαιρότητας. Μάλιστα, η κα Ιν’τ Φελντ υπογράμμισε ότι για την τραγωδία στα Τέμπη υπήρξε ανακοίνωση και από τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ.
Οι ανεξάρτητες Αρχές υποφέρουν από υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση, ενώ παρεμποδίζονται αρμοδιότητες και δυνατότητες (π.χ. ΑΔΑΕ, Αρχή Προστασίας Δεδομένων κ.α.). Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας που θα έπρεπε να παίξει ζωτικό ρόλο δεν είναι αποτελεσματική.
Συνεχίζεται, επίσης, η παρενόχληση της εισαγγελέως κατά της Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη, κάτι που προκαλεί πολύ σοβαρές ανησυχίες.
Η μακρά χρονική διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών και η αμφισβητήσιμη της ακεραιότητας μέρους του προσωπικού της Αστυνομίας οδηγεί στην κουλτούρα της ατιμωρησίας όπου ανθεί η διαφθορά. Αυτά είναι προβλήματα που πρέπει να θεραπευτούν κατά προτεραιότητα.
Η αντιμετώπιση προσφύγων και μεταναστών τόσο στα σύνορα όσο και εντός της Ελλάδας, με pushback, βία, παράνομες κρατήσεις και κλοπές των υπαρχόντων τους, όπως έχει καταγγελθεί, είναι φαινόμενα που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία. Ταυτόχρονα, έχουν επιβληθεί περιορισμοί στις αναφορές στοιχείων και γεγονότων από δημοσιογράφους, ΜΜΕ και ΜΚΟ, που θα πρέπει να αρθούν άμεσα.
Όπως υπογράμμισε η Σόφι ιντ’ Φελτ, παρά το ισχυρό θεσμικό πλαίσιο της Ελλάδας για την ίση μεταχείριση, με τη συγκρότηση της νέας επιτροπής ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι προς την σωστή κατεύθυνση, οι πρακτικές είναι πολύ διαφορετικές για περιπτώσεις όπως η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, οι Ρομά ή οι γυναίκες.
Η επιτροπή καλεί όλα τα κόμματα να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την κοινωνική αλλαγή. Ειδικό βάρος πρέπει να δοθεί στην οικογενειακή βία, την αστυνομική βία, την ισότητα στο γάμο. Η κα Ιν’τ Φελντ υπογράμμισε την ανάγκη εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης του νομοθετικού πλαισίου για τα παραπάνω.