Η καταδικαστική απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου για τον πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Παππά, όχι μόνον δεν είναι σε καμία περίπτωση πολιτική απόφαση, αλλά είναι μια ποινική και συνταγματική απόφαση, η οποία άπτεται του πολιτεύματος και επιλύει κρίσιμα ζητήματα για την δημοκρατία, ανέφερε ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μιχάλης Πικραμένος, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Στο πλαίσιο της συζήτησης για την Δικαιοσύνη, στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, ο κ. Πικραμένος – ο οποίος ήταν ένας από τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου που εξέδωσε ομόφωνη καταδικαστική απόφαση για τον πρώην υπουργό – κλήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση της δημοσιογράφου, Ιωάννας Μάνδρου, αν η απόφαση αυτή ενός πολυπληθούς δικαστικού σχηματισμού, που απαρτίζεται από ανώτατους δικαστές, μπορεί να είναι πολιτική και όχι ποινική απόφαση, όπως ο ίδιος ο κ. Παππάς ισχυρίζεται. Είπε χαρακτηριστικά: “Είναι μια ποινική και συνταγματική απόφαση μαζί. Συναντάται το Σύνταγμα δηλαδή με το ποινικό δίκαιο. Δεν είναι πολιτική απόφαση σε καμία περίπτωση. Με την έννοια ότι όλες οι σκέψεις είναι νομικές και η εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού έγινε, όπως όφειλε να γίνει, από τα μέλη του δικαστηρίου”.
Ο αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, επικέντρωσε στο σκέλος της απόφασης, που, όπως είπε, δεν έχει δεχθεί τα φώτα της δημοσιότητας κι αυτό δεν είναι άλλο από το συνταγματικό μέρος αυτής. “Είναι μείζονες σκέψεις, ερμηνευτικές του Συντάγματος, που δεν αφορούν μόνον τους προηγούμενους και τους νυν κυβερνώντες, αλλά είναι ένα μήνυμα για τους κυβερνώντες και στο μέλλον, όπου θέτουμε τα όρια μεταξύ πολιτικού προσώπου και υπουργού, και ιδίως σε σχέση με την ραδιοτηλεόραση και με τον Τύπο. Οι ερμηνευτικές αυτές σκέψεις, είναι πάρα πολύ σημαντικές για τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Στηρίζονται στον νομολογία του ΣτΕ και του Αρείου Πάγου. Υπάρχουν ακόμη σκέψεις ερμηνευτικές για τα θέματα του ποινικού δικαίου και ακολουθεί το αποδεικτικό υλικό. Είναι σαφέστατα μια δικαστική απόφαση. Δεν το συζητάμε. Είναι μια απόφαση που έχει επιλύσει κρίσιμα ζητήματα για την Δημοκρατία – σχέση πολιτικού και υπουργού – ως μονομελούς διοικητικού οργάνου, Γιατί το ξεχνάμε αυτό το πράγμα”, εξήγησε ο κ. Πικραμένος.
Με αιχμή άρθρο του στην εφημερίδα το Βήμα για τις σχέσεις της πολιτικής και των δικαστών, στο οποίο ο κ. Πικραμένος έκανε την επισήμανση ότι οι πολιτικοί κάποιες φορές προσεγγίζουν τις δικαστικές αποφάσεις και τις δικαστικές ενέργειες υπό το πρίσμα της δικής τους πολιτικής σκοπιμότητας, ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ, κλήθηκε να απαντήσει για το πρέπει να είναι η θέση του δικαστή, σε αυτή την προσέγγιση. “Ασφαλώς δεν μπορεί να είναι μια στάση διαλόγου. Δεν μπορεί να συζητάει. Δεν νοείται δικαστής να κάνει διάλογο με τα πολιτικά πρόσωπα” απάντησε.
Στην ενότητα της συζήτησης για τις σχέσεις πολιτικής και Δικαιοσύνης, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ιωάννης Σαρμάς, τόνισε ότι ότι οι θεσμοί μας, από την Προεδρία της Δημοκρατίας έως τα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας, έχουμε αλλάξει εποχή. “Κινούμαστε πλέον σε ένα διαφορετικό θεσμικό περιβάλλον και αυτό θα πρέπει να το θεωρήσουμε δεδομένο. Από κει και πέρα, ότι μπορεί να υπάρξουν αναγκαίες βελτιώσεις αυτό είναι βέβαιο. Αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι Έλληνες ότι έχουμε θεσμούς που θα τους ζήλευαν πολλά κράτη”, ανέφερε.
Ο Δικαστής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, για ζητήματα σχετικά με την Ελλάδα, Γιάννης Κτιστάκης, επισήμανε ότι στην νομολογία μας έχουμε δεχθεί ότι η κριτική έναντι του δικαστικού λειτουργού είναι καταρχήν θεμιτή πλην πολλών εξαιρετικών περιπτώσεων, είτε πρόκειται για διάδικους, είτε για ΜΜΕ που άσκησαν κριτική στους δικαστικούς. Εξήγησε ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις έχουμε πει ότι ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να είναι ανεκτικός, όπως το ίδιο έχουμε πει και για τους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν προσφύγει στο Στρασβούργο και έχουν επικαλεστεί την ελευθερία έκφρασής τους. “Είναι πολύ σημαντικό ότι το ελληνικό κράτος, μέσω της Εθνικής Σχολής Δικαστών, έχει επενδύσει όχι μόνο στην νομική κατάρτιση αλλά και στην εμπέδωση ενός ταμπεραμέντου του δικαστή που μπορεί να αντεπεξέρχεται στις δύσκολες περιστάσεις, όπως αυτή της οξείας κριτικής”.
Ο κ. Πικραμένος, αναφέρθηκε στο θέμα της κριτικής που ασκείται για την επιλογή των προεδρείων των ανωτάτων δικαστηρίων από το υπουργικό συμβούλιο για να επισημάνει ότι εάν αυτό το θέμα τεθεί στην συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί. Όπως είπε: “Υπάρχει περίπτωση μια αλλαγή του συστήματος και η συμμετοχή είτε δικαστών, είτε δικηγόρων, ή άλλων προσώπων να οδηγήσει σε χειρότερα αποτελέσματα και πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, διότι η διαφθορά μπορεί να εμφανιστεί από κει που δεν το φανταζόμαστε”. Μάλιστα τόνισε ότι του προκαλεί μεγάλη εντύπωση ότι θεωρείται σχεδόν αυτονόητο ότι η επιλογή από το δικαστικό σώμα, θα είναι αδιάβλητη και εκτίμησε ότι υπάρχει σοβαρή περίπτωση το δικαστικό σώμα αν κληθεί να αποφασίσει για τέτοια ζητήματα, να διαρραγεί, να δημιουργηθούν ομαδοποιήσεις και κλίκες, με ότι αυτό συνεπάγεται για την προστασία του πολίτη.