Περιέκοψαν περαιτέρω κατά 7,8% τα χρήματα που δαπανούσαν μηνιαίως τα νοικοκυριά της χώρας το 2013 σε σχέση με το 2012, και τη «νύφη» πλήρωσε, λόγω του υψηλού ΕΦΚ και η κεντρική θέρμανση στα διαμερίσματα, ενώ περιορίστηκαν ακόμη και τα έξοδα για είδη διατροφής.
Παράλληλα, το 21% του πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, δαπανώντας λιγότερα από 5.253,77 ευρώ (κατώφλι φτώχειας), ενώ το 2012 το ποσοστό ήταν 21,2%, με ετήσια δαπάνη λιγότερο από 5.524,20 ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2013, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών διαμορφώθηκε στα 1.509,39 ευρώ, μειωμένη κατά 7,8% ή 127,71 ευρώ, σε σχέση με το 2012. Ενώ, μεταξύ 2013 και 2009 (τελευταίο έτος πριν από το πρώτο Μνημόνιο), η μέση μηνιαία δαπάνη μειώθηκε κατά 31,5% (από 2.203,55 ευρώ το 2009, σε 1.509,39 ευρώ το 2013).
Αναλυτικότερα, περίπου 725.000 νοικοκυριά της χώρας λιγότερα σε σχέση με το 2012, δεν χρησιμοποίησαν το 2013 την κεντρική θέρμανση στην κατοικία τους. Όπως αναφέρει η ΕΛΣΤΑΤ, το 2013 κεντρική θέρμανση στο σπίτι τους χρησιμοποίησαν 1.592.835 νοικοκυριά, μειωμένα κατά 31,3% από τα 2.317.127 νοικοκυριά το 2012.
Μάλιστα, η μέση μηνιαία ποσότητα υγρών καυσίμων και φυσικού αερίου που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία μειώθηκε κατά 46,1% και 3,2% αντίστοιχα, ενώ η μέση μηνιαία ποσότητα στερεών καυσίμων (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κλπ), ηλεκτρικής ενέργειας και υγραερίου αυξήθηκε κατά 20,7%, 1,2% και 0,3% αντίστοιχα.
Επίσης, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η μεγαλύτερη μείωση στη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών σε ευρώ καταγράφηκε στα υγρά καύσιμα (-17,56 ευρώ), στα εστιατόρια (-14,82 ευρώ) και στην κίνηση μεταφορικών μέσων (-9,74 ευρώ), δαπάνες που αποτελούν το 34% της συνολικής μείωσης της δαπάνης (- 127,71 ευρώ). Στον αντίποδα, η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στα φάρμακα (5,11 ευρώ) και στα καφενεία (3,68 ευρώ).
Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,4%) και ακολουθούν η στέγαση (13,7%) και οι μεταφορές (12,5%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%).
Οι περικοπές των μισθών και συντάξεων και κατ’ επέκταση των δαπανών, άλλαξαν και το καταναλωτικό πρότυπο. Ειδικότερα, μεταξύ 2013 και 2012, παρατηρείται μετατόπιση των δαπανών από αυτές που αφορούν στις μεταφορές, στα διαρκή αγαθά, στη στέγαση, στα ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, στα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες, στην εκπαίδευση, καθώς και στις επικοινωνίες, προς τις δαπάνες που αφορούν, κυρίως, στην υγεία, στα αλκοολούχα ποτά και καπνό και στη διατροφή.
Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2012), καταγράφεται μεγαλύτερη μείωση δαπανών, σε τρέχουσες τιμές, για διαρκή αγαθά (11,6%), εκπαίδευση (11,3%), μεταφορές (9,9%), διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (9,5%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (9,3%), επικοινωνίες (9,2%), στέγαση (8,8%) και ένδυση- υπόδηση (8,3%). Μικρότερες μειώσεις παρατηρούνται στις δαπάνες σε είδη διατροφής (6,5%), αναψυχή και πολιτισμό (5,6%) και υγεία (0,3%). Αντίθετα, μικρή αύξηση καταγράφηκε για οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (0,1%).
Τα νοικοκυριά με ένα άτομο μόνο, ηλικίας 65 ετών και άνω, έχουν κατά 54,5% λιγότερες δαπάνες από τη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών. Αντίθετα, νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με δυο παιδιά έως και 16 ετών, έχουν κατά 42% περισσότερες δαπάνες σε σχέση με τη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών.
Νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο, δαπανούν κατά μέσο όρο το 82,1% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς το 199,5%. Μείωση σε σύγκριση με το 2012, καταγράφεται στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο μισθωτό κατά 8,5%, ενώ αύξηση κατά 4,4% καταγράφεται στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς.
Η μέση μηνιαία δαπάνη διαφέρει ανάλογα με την ηλικία του υπευθύνου του νοικοκυριού. Όπως και στην έρευνα του 2012, τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 45- 54 ετών δαπανούν, κατά μέσο όρο, περισσότερο. Συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά αυτά δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 124,7 % της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά με υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω το 56,3%.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν 1.249,90 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.594,72 ευρώ. Ήτοι, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές, δαπανούν, κατά μέσο όρο, 21,6% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει, επίσης, ότι:
α) αυξήθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών που διαθέτουν:
– Καταψύκτη στην κύρια κατοικία τους (μεταβολή 3%).
– Ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (μεταβολή 3%).
– Διέθεταν τουλάχιστον, ένα επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ (1,3%), ενώ ο αριθμός των αυτοκινήτων μειώθηκε κατά 0,1%.
– Τουλάχιστον, ένα κινητό τηλέφωνο (μεταβολή 0,4%).
β) μειώθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών που:
– Χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση ως κύρια πηγή θέρμανσης (μεταβολή 31,3%).
– Διαθέτουν πλυντήριο πιάτων (μεταβολή 2,1%).
– Διαθέτουν σταθερό τηλέφωνο (μεταβολή 1,8%).
– Διαθέτουν κλειστούς χώρους στάθμευσης στην κατοικία (μεταβολή 0,7%).
– Κατέχουν ή νοικιάζουν δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες (μεταβολή 1,5%), λόγω μείωσης των εξοχικών κατοικιών που βρίσκονται στο εξωτερικό, καθώς επίσης και κάποιων εξοχικών που μετατράπηκαν σε κύριες κατοικίες.
Ανισότητα
Όπως καταγράφεται από την ΕΛΣΤΑΤ, το µερίδιο της µέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιµές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,7 φορές μεγαλύτερο από το µερίδιο της µέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,9 για το 2012). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,5 όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες.
Το µερίδιο της µέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 32,3% των δαπανών των νοικοκυριών της χώρας, ενώ το αντίστοιχο µερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,5%.
O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 21% του πληθυσμού, όταν στον υπολογισµό τού δείκτη λαµβάνεται υπόψη µόνον η δαπάνη µε τρόπο κτήσεως την αγορά (21,2% το 2012), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 14,7% του πληθυσμού (15,3% το 2012), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, µη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,8% των δαπανών των µη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,6% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα µη φτωχά το 18,8%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι, κ.λπ.), η δαπάνη τους για την υγεία ανέρχεται στο 9% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ η αντίστοιχη δαπάνη των µη φτωχών ανέρχεται στο 7%.
Καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη
Στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία, το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής. Στη Γερμανία και τη Νορβηγία καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο οι δαπάνες για μεταφορές. Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,2% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Νορβηγία, έως 3,4% στην Ελλάδα. Τέλος, η Ελλάδα και η Βουλγαρία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία (6,9% και 6,3 % του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα).