Αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κρίνει δικαστήριο της Θεσσαλονίκης τη νομοθετική διάταξη που προβλέπει ότι, για να αρχίσει οποιαδήποτε δίκη που αφορά se ακίνητο, πρέπει να προσκομιστεί πιστοποιητικό ότι έχει καταβληθεί ο ΕΝΦΙΑ (Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων) της τελευταίας πενταετίας ή ότι έχει απαλλαγή ο διάδικος από τον ΕΝΦΙΑ.
Η διάταξη αναφέρει πως «είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝΦΙΑ πιστοποιητικό της Δ.Ο.Υ. που να βεβαιώνει την πληρωμή ή τη ρύθμιση ή την απαλλαγή του προσφεύγοντα στην Δικαιοσύνη από τον ΕΝΦΙΑ για τα προηγούμενα 5 χρόνια».
Αυτό σημαίνει ότι τα δικαστήρια δεν μπαίνουν καν στην ουσία της υπόθεσης και απορρίπτουν την αγωγή, εάν δεν έχει προσκομισθεί η επίμαχη βεβαίωση για την πληρωμή του ΕΝΦΙΑ.
Οι δικαστές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Θεσσαλονίκης τονίζουν ότι η προσκόμιση βεβαίωσης του ΕΝΦΙΑ «σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο».
Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι «η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις».
Σε διαφορετική περίπτωση, σημειώνεται στην απόφαση «θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το επίμαχο πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο, θα πρέπει να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς».
Και αυτό, γιατί το δικαστήριο «δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή».
Υπογραμμίζουν ακόμη, ότι η επίμαχη διάταξη «περί απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας).
Στο άρθρο 20 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ –αναφέρει η δικαστική απόφαση– «κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου».