Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αίροντας τους όποιους περιορισμούς για την δημιουργία ή εγκατάσταση μεγάλων εμπορικών κέντρων αποφάσισε ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά την ίδρυση μεγάλων καταστημάτων λιανικής πωλήσεως από οικονομικές εκτιμήσεις όπως οι επιπτώσεις τους επί του προϋπάρχοντος λιανικού εμπορίου ή ο βαθμός διεισδύσεως της επιχειρήσεως στην οικεία αγορά.
Τέτοιου είδους εκτιμήσεις δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.
Όπως αναφέρεται στην σχετική ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θεωρώντας ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως αντίκειται σε ρύθμιση που καθορίζει τις προϋποθέσεις ιδρύσεως μεγάλων καταστημάτων λιανικής πωλήσεως στο έδαφος της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλωνίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την ακόλουθη προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά της Ισπανίας.
Συγκεκριμένα, η ίδρυση μεγάλων καταστημάτων λιανικής πωλήσεως στο έδαφος της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλωνίας υπόκειται σε καθεστώς προηγούμενης διοικητικής αδείας δυνάμει του οποίου είναι περιορισμένες οι διαθέσιμες ζώνες εγκαταστάσεως για τα νέα καταστήματα και οι επιφάνειες πωλήσεως. Επιπλέον, χορηγείται άδεια σε νέα καταστήματα, μόνο στον βαθμό που επιβεβαιώνεται ότι η ίδρυσή τους δεν επηρεάζει το υπάρχον λιανικό εμπόριο.
Στη σημερινή απόφασή του το Δικαστήριο θεωρεί ότι η επίμαχη νομοθεσία, θεωρούμενη συνολικώς, συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Ειδικότερα, η εν λόγω ρύθμιση παρακωλύει και καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση των δραστηριοτήτων οικονομικών φορέων από άλλα κράτη μέλη στο έδαφος της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλωνίας και επιδρά αρνητικά στην εγκατάστασή τους στην ισπανική αγορά.
Εντούτοις, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι περιορισμός στην ελευθερία εγκαταστάσεως όπως ο επίμαχος, δύναται να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος υπό την προϋπόθεση ότι είναι ικανός να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.
Μεταξύ τέτοιων επιτακτικών λόγων περιλαμβάνονται ιδίως η προστασία του περιβάλλοντος, ο χωροταξικός σχεδιασμός καθώς και η προστασία των καταναλωτών. Αντιθέτως, σκοποί αμιγώς οικονομικής φύσεως δεν συνιστούν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος. Έχοντας υπενθυμίσει τα ανωτέρω το Δικαστήριο ελέγχει αν ορισμένες διατάξεις της επίμαχης νομοθεσίας είναι δυνατό να δικαιολογηθούν.
Όσο για την πρώτη αιτίαση της Επιτροπής σχετικά με τη χωροθέτηση και το μέγεθος των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων, το Δικαστήριο αποφασίζει ότι η Ισπανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της αρχής της ελευθερίας εγκαταστάσεως, θεσπίζοντας και/ ή διατηρώντας σε ισχύ τις ακόλουθες καταλανικές διατάξεις που:
1) απαγορεύουν την εγκατάσταση μεγάλων καταστημάτων λιανικής πωλήσεως εκτός των συμπαγών αστικών περιοχών περιορισμένου αριθμού δήμων·
2) περιορίζουν την εγκατάσταση νέων υπεραγορών σε διαμερίσματα, στα οποία η υφιστάμενη εμπορική προσφορά δεν είναι υπέρμετρη και
3) επιβάλλουν ότι οι ως άνω νέες υπεραγορές δεν θα αντιπροσωπεύουν ποσοστό άνω του 9% του εμπορικού εφοδιασμού σε είδη ευρείας καταναλώσεως και άνω του 7% σε είδη μη ευρείας καταναλώσεως.
Παρότι αληθεύει ότι περιορισμοί ως προς τη χωροθέτηση και το μέγεθος των εμπορικών καταστημάτων αποτελούν προφανώς κατάλληλα μέτρα για την επίτευξη των σκοπών χωροταξίας και προστασίας του περιβάλλοντος που προβάλλει η Ισπανία, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Ισπανία δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία, προκειμένου να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι επίμαχοι περιορισμοί ήταν αναγκαίοι για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Επομένως, ελλείψει εξηγήσεως και δεδομένου του σημαντικού αντίκτυπου των οικείων περιορισμών επί των δυνατοτήτων ιδρύσεως μεγάλων εμπορικών καταστημάτων στην Καταλωνία, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι ειδικοί περιορισμοί σχετικά με τη χωροθέτηση και το μέγεθος των μεγάλων καταστημάτων λιανικής πωλήσεως δεν είναι δικαιολογημένοι.
Όσο για τις προθέσεις απόκτησης άδειας ,η εθνική νομοθεσία προβλέπει υποχρέωση των δημόσιων αρχών να λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη επαρκούς αριθμού καταστημάτων στη συγκεκριμένη ζώνη καθώς και τις επιπτώσεις που η νέα εγκατάσταση ενδέχεται να έχει στον εμπορικό ιστό της εν λόγω ζώνης. Ομοίως, η καταλανική ρύθμιση επιβάλλει την υποχρέωση στις δημόσιες αρχές να συντάσσουν έκθεση περί του ποσοστού διεισδύσεως του αιτούντος την άδεια στην οικεία αγορά.
Κατά τον τρόπο αυτό, μέσω των εν λόγω δύο απαιτήσεων, η χορήγηση της άδειας εξαρτάται από την εφαρμογή ορισμένων ανώτατων ορίων όσον αφορά το ποσοστό διεισδύσεως στην αγορά και τις επιπτώσεις επί του προϋπάρχοντος λιανικού εμπορίου πέραν των οποίων είναι αδύνατη η ίδρυση μεγάλων εμπορικών καταστημάτων.
Τέτοιου είδους εκτιμήσεις, αμιγώς οικονομικής φύσεως, δεν μπορούν να αποτελέσουν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος και να δικαιολογήσουν περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.
Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις προϋποθέσεις αποκτήσεως της άδειας για την ίδρυση μεγάλων καταστημάτων λιανικής πωλήσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αρχή της ελευθερίας εγκαταστάσεως απαγορεύει εθνικές και καταλανικές διατάξεις που προϋποθέτουν την τήρηση ανώτατων ορίων όσον αφορά, αφενός, το ποσοστό διεισδύσεως της αιτούσας επιχειρήσεως στην οικεία αγορά και, αφετέρου, τις επιπτώσεις του νέου καταστήματος επί του προϋπάρχοντος λιανικού εμπορίου.
Τέλος, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορηγήσεως της άδειας για την ίδρυση μεγάλων καταστημάτων λιανικής πωλήσεως, η νομοθεσία απαιτεί γνωμοδότηση της επιτροπής εγκαταστάσεων λιανικού εμπορίου που είναι επιφορτισμένη με τη σύνταξη εκθέσεως λαμβανομένων υπόψη μεταξύ άλλων σκοπών χωροταξικού σχεδιασμού και προστασίας του περιβάλλοντος.
Όσον αφορά αυτό το ζήτημα, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αρχή της ελευθερίας εγκαταστάσεως αντίκειται σε καταλανική ρύθμιση που διέπει τη σύνθεση της επιτροπής εγκαταστάσεων λιανικού εμπορίου, διασφαλίζοντας την εκπροσώπηση των συμφερόντων του προϋπάρχοντος λιανικού εμπορίου, αλλά μην προβλέποντας την εκπροσώπηση ενώσεων δραστηριοποιούμενων στον τομέα προστασίας του περιβάλλοντος και ομάδων συμφερόντων δραστηριοποιούμενων στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών».