Νόμιμη είναι η διπλή ποινή (χρηματικό πρόστιμο και ποινική καταδίκη) για τις περιπτώσεις της λαθρεμπορίας και δεν αποτελεί διπλή κύρωση για το ίδιο αδίκημα, σύμφωνα με απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι Σύμβουλοι αναίρεσαν απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά που είχε κρίνει τα αντίθετα και υποχρέωσε εταιρεία πετρελαιοειδών να πληρώσει το ποσό των 35.406 ευρώ που της επιβλήθηκε από το Ζ΄ Τελωνείο Ελευθέρων Τελωνειακών Συγκροτημάτων Πειραιώς, λόγω λαθρεμπορίας.
Σημειώνεται οτι η εταιρεία είχε αθωωθεί απο τα Ποινικά Δικαστήρια λόγω αμφιβολιών.
Συγκεκριμένα, στην εν λόγω εταιρεία επιβλήθηκε το επίμαχο πρόστιμο (πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας) λόγω διαθέσεως με πλαστά τιμολόγια σε «μαϊμού» εταιρεία (ανύπαρκτη) 326.361 λίτρα πετρελαίου κίνησης λαθραίας προέλευσης προς κατανάλωση στην εσωτερική αγορά.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι το πολλαπλό τέλος που προβλέπει ο Τελωνειακός Κώδικας «δεν συνιστά ποινή του ποινικού δικαίου, που επιβάλλεται από τα ποινικά δικαστήρια υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της ποινικής διαδικασίας με σκοπό αυτόν που χαρακτηρίζει την “ποινή”, δηλαδή τη γενικότερη νομική, ηθική και κοινωνική αποδοκιμασία της συμπεριφοράς του δράστη, αλλά έχει χαρακτήρα, όπως ρητώς άλλωστε διαλαμβάνεται στη διάταξη του άρθρου 89 παρ.2 του Τελωνειακού Κώδικα, διοικητικής κυρώσεως που επιβάλλεται από διοικητικά όργανα -υπό τον ουσιαστικό έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων- και εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό, που είναι η διασφάλιση της εισπράξεως κοινοτικών και εθνικών πόρων καθώς και η τήρηση και ομαλή εφαρμογή των κανόνων της τελωνειακής διαδικασίας».
Η Ολομέλεια του ΣΤΕ επισημαίνει ότι «οι προβλεπόμενες στον Τελωνειακό Κώδικα ποινές για το ποινικό αδίκημα της λαθρεμπορίας συνίστανται, κατά κανόνα, σε στέρηση της ελευθερίας του δράστη (φυλάκιση ή κάθειρξη) και ουδόλως δύνανται να συγκριθούν με τις χρηματικές κυρώσεις του αντιστοίχου διοικητικού αδικήματος».
«Συνεπώς, εφ’ όσον η κύρωση του πολλαπλού τέλους δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, δεν ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem που διαλαμβάνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ καθώς και στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης».