Συνεχίσθηκε χθες ο δεύτερος γύρος της προφορικής διαδικασίας της προσφυγής της ΠΓΔΜ κατά της Ελλάδας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, με την παρουσίαση της σκοπιανής δευτερολογίας, από τους καθηγητές/νομικούς συμβούλους της ΠΓΔΜ, κ.κ. Σαντς, Μέρφι και Κλέιν.
Τα επιχειρήματα της ΠΓΔΜ, κατ’ ουσίαν επανάληψη και συμπύκνωση των όσων ήδη αναπτύχθηκαν κατά τον πρώτο γύρο, μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
(α) Η διαφορά ενώπιον του ΔΔΧ, αφορά αποκλειστικά και μόνον στην παραβίαση από πλευράς Ελλάδος του Άρθρου 11, λόγω της αντίρρησης που πρόβαλε η τελευταία στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Η αντίρρηση αυτή βασίζεται στην μη εισέτι επίλυση της διαφοράς περί το όνομα, κατά τρόπο αποδεκτό από την Ελλάδα, και όχι στην ρήτρα του Άρθρου 11, η οποία θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αντιταχθεί εάν η ΠΓΔΜ επρόκειτο να αναφέρεται στον Οργανισμό με την συνταγματική ονομασία.
(β) Η διαφορά αυτή ουδεμία απολύτως σχέση έχει με την διαφορά γύρω από το όνομα, η οποία, σύμφωνα με το Άρθρο 5, εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο της διαπραγματευτικής διαδικασίας υπό τα Ηνωμένα Εθνη. Η ΠΓΔΜ διαπραγματεύεται με καλή πίστη και θα συνεχίσει να το πράττει, σύμφωνα με όσα διαπιστώνει και επιβραβεύει και ο ειδικός διαμεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών κ. Νίμιτς για αμφότερες τις εμπλεκόμενες χώρες.
(γ) Η χρήση της συνταγματικής ονομασίας από την ΠΓΔΜ δεν αποτελεί απειλή για την περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα, όπως έχει διαπιστώσει, στο παρελθόν, και η Επιτροπή Bandenter (το 1992), αλλά και ο ίδιος ο κ. Νίμιτς, σε παλαιότερη δήλωσή του (1995).
(δ) Η Ελλάδα ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε, πριν το Βουκουρέστι, για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από την ΠΓΔΜ. Σε κάθε δε περίπτωση, θα μπορούσε να ζητήσει είτε την αναστολή της εφαρμογής της Ενδιάμεσης Συμφωνίας είτε να εγείρει αυτοτελή προσφυγή ενώπιον του ΔΔΧ.
(ε) Ο ισχυρισμός της Ελλάδος ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία δεν αναιρεί τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συμβαλλομένων κρατών στο πλαίσιο άλλων συμφωνιών (άρθρο 22 Ενδιάμεσης Συμφωνίας), εννοώντας κυρίως το ΝΑΤΟ, είναι νομικά αστήρικτος.
(στ) Επανελήφθησαν οι ισχυρισμοί ότι η Ελλάδα, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, έφερε αντίρρηση στην ένταξη της ΠΓΔΜ, γεγονός που εξομοιούται με την άσκηση veto, ανεξάρτητα από την τυπική μορφή που αυτό έλαβε.
(ζ) Τέλος, η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας 817 ερμηνεύθηκε ως μη δεσμευτική για την χρήση, από την ΠΓΔΜ, της διεθνούς προσωρινής ονομασίας, και ως αποτελούσα απλώς σύσταση.
Η συνεδρίαση ολοκληρώθηκε, το μεσημέρι, με την παρέμβαση του εκπροσώπου της ΠΓΔΜ, πρέσβη κ. Διμιτρόφ, o οποίος και έδωσε το πολιτικό στίγμα των επιπτώσεων της υπόθεσης για την χώρα του και επαναβεβαίωσε την προσήλωσή της στο ΝΑΤΟ, όπως αυτή αποδεικνύεται με την σταθερή συμμετοχή της στις επιχειρήσεις της Συμμαχίας.
Περαιτέρω, ζήτησε από το ΔΔΧ, με την απόφασή του, να επανορθώσει την «ζημία» που υπέστη η ΠΓΔΜ, να επιβάλλει στην Ελλάδα να τηρήσει τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από την Ενδιάμεση Συμφωνία, όχι μόνον στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αλλά και στην ΕΕ, υπογραμμίζοντας ότι μία τέτοια απόφαση που θα δικαίωνε την χώρα του όχι μόνον δεν θα προκαταλάμβανε την υπό εξέλιξη διαπραγματευτική διαδικασία για το όνομα, αλλά θα επέτρεπε την ακώλυτη συνέχισή τους. Τέλος, δεσμεύθηκε ότι η ΠΓΔΜ θα εφαρμόσει την απόφαση του ΔΔΧ όποια και αν αυτή είναι και το ίδιο ευχήθηκε να πράξει και η Ελλάδα.
Το τελευταίο μέρος της προφορικής διαδικασίας θα λάβει χώρα αύριο (Τετάρτη 30 Μαρτίου) στις 3 μ.μ. με τη δευτερολογία της Ελλάδος.
Την Παρασκευή, 25 Μαρτίου, συνεχίστηκε για δεύτερη ημέρα, η παρουσίαση των ελληνικών θέσεων.
Από ελληνικής πλευράς, τον λόγο έλαβαν οι αλλοδαποί νομικοί σύμβουλοι, καθηγητές Αλέν Πελέ, Μάικλ Ράισμαν και Τζέιμς Κρόφορντ. Η δε κ. Τελαλιάν, νομική σύμβουλος και μία εκ των δύο εκπροσώπων της Ελλάδας, ανέπτυξε αναλυτικά τις επιμέρους παραβιάσεις, εκ μέρους της ΠΓΔΜ, της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Ειδικότερα:
(α) O καθηγητής Αλέν Πελέ εξήγησε, για λογαριασμό της χώρας μας, τους λόγους για τους οποίους το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δεν μπορεί να δικάσει την διαφορά. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι το ΔΔΧ δεν μπορεί να λάβει θέση για τις ενέργειες της Ελλάδας στο πλαίσιο της παρούσης διαφοράς, χωρίς να λάβει υπόψη του και τη διαφορά γύρω από το όνομα, στο πλαίσιο του άρθρου 5 (1) της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, το οποίο εξαιρείται από δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
Συγκεκριμένα, οι πράξεις της Ελλάδας, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, δεν μπορούν να εξατομικευθούν ούτε να καταλογισθούν σε αυτήν ειδικά, αλλά αφορούν τον ίδιο τον Οργανισμό, που απουσιάζει από την παρούσα διαδικασία.
Ολοκληρώνοντας την επιχειρηματολογία του, στο ζήτημα της έλλειψης δικαιοδοσίας του ΔΔΧ, ο κ. Πελέ εξήγησε στο Δικαστήριο ότι, και εάν ακόμη τούτο εκδώσει απόφαση επί των νομικών πτυχών της υποθέσεως, θα θέσει σε κίνδυνο τις διαπραγματεύσεις για το όνομα, που προβλέπονται στο άρθρο 5 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Τόνισε δε ότι, εάν δικαιωθεί στα αιτήματά της η ΠΓΔΜ, τούτο θα σήμαινε ότι το Δικαστήριο θα επενέβαινε στην απόφαση 845 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας, που υποχρεώνει την ΠΓΔΜ να διαπραγματευθεί για το όνομα και η οποία έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 5 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, αλλά και στην ίδια την Απόφαση του Βουκουρεστίου.
(β) O καθηγητής Μάικλ Ράισμαν υποστήριξε ότι, αντίθετα με τις θέσεις της ΠΓΔΜ, το άρθρο 22 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας δεν αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων των τρίτων χωρών έναντι των διατάξεών της, αλλά αντίθετα έχει ως αντικείμενο να διατηρήσει και να μη θίξει τα προϋφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει έναντι τρίτων τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη στην Ενδιάμεση Συμφωνία (δηλ. η Ελλάδα και η ΠΓΔΜ). Μία τέτοια περίπτωση είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τόσο της Ελλάδας, όσο και των άλλων Συμβαλλομένων Μερών στην Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού.
Συγκεκριμένα, οι διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας -και ειδικά το άρθρο 11- κάμπτονται όταν πρόκειται για τον σεβασμό των κριτηρίων, όρων και υποχρεώσεων τα οποία πρέπει να πληροί ένα κράτος, προκειμένου να ενταχθεί στη συγκεκριμένη Συμμαχία.
Ως εκ τούτου, τονίσθηκε ότι η συμμόρφωση των κρατών-μελών με τα κριτήρια ένταξης στην Συμμαχία νέων Κρατών Μελών, (στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η διατήρηση σχέσεων καλής γειτονίας), δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 11, του οποίου η εφαρμογή υποχωρεί, δυνάμει του άρθρου 22 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
(γ) Ο καθηγητής Τζέιμς Κρόφορντ παρουσίασε, αρχικά, την ερμηνεία του άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και κατόπιν την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, στα γεγονότα της Συνόδου του Βουκουρεστίου.
Σε ότι αφορά στην ερμηνεία του άρθρου 11, ανέφερε ότι η υποχρέωση της χώρας μας να μην εναντιωθεί στην ένταξη της ΠΓΔΜ σε διεθνείς οργανισμούς έχει διατυπωθεί περιοριστικά και δεν συνεπάγεται, επί παραδείγματι, ότι η χώρα μας θα πρέπει να υποστηρίζει την εισδοχή της ΠΓΔΜ σε αυτούς. Επίσης, επισήμανε ότι το άρθρο 11 περιέχει ρήτρα εξαίρεσης, σύμφωνα με την οποία η υποχρέωση μη εναντίωσης καταπίπτει, εφόσον η ΠΓΔΜ πρόκειται να αναφέρεται σε έναν οργανισμό με ονομασία διαφορετική από την προσωρινή της ονομασία. Διευκρίνισε, μάλιστα, ότι η ρήτρα εξαίρεσης ενεργοποιείται και όταν η ίδια η ΠΓΔΜ πρόκειται να χρησιμοποιεί στον οργανισμό ονομασία διαφορετική από την προσωρινή της ονομασία.
Σε ότι αφορά στα γεγονότα του 2008, ανέφερε ότι η μη εισδοχή της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, υπήρξε αποτέλεσμα ομόφωνης απόφασης της Συμμαχίας και όχι αντίρρησης της χώρας μας. Επικαλέσθηκε σχετική τοποθέτηση του γγ του ΝΑΤΟ. Τέλος, επισήμανε ότι η όλη στάση της ΠΓΔΜ (χρήση συνταγματικής ονομασίας, τόσο στο διμερές επίπεδο, όσο και, ιδίως, σε διεθνείς οργανισμούς, κακόπιστη τακτική της στις διαπραγματεύσεις για το όνομα), παρείχαν στην Ελλάδα δικαίωμα να εναντιωθεί στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, στη βάση της προαναφερθείσας ρήτρας εξαίρεσης του άρθρου 11.
(δ) Στη συνέχεια, η εκπρόσωπος της Ελληνικής κυβέρνησης, νομικός σύμβουλος κ. Τελαλιάν, αναφέρθηκε σε άλλες παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και, ειδικότερα, της υποχρέωσης της ΠΓΔΜ να μην αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας μας (άρθρο 6 παρ.2), να απαγορεύει και να αποθαρρύνει εχθρικές ενέργειες και προπαγάνδα (άρθρο 7 παρ. 1) και να μην χρησιμοποιεί τον Ήλιο της Βεργίνας (άρθρο 7 παρ. 2), καθώς και άλλα ιστορικά και πολιτιστικά σύμβολα (άρθρο 7 παρ. 3).
Η κ. Τελαλιάν, μεταξύ άλλων, εστίασε στην υποστήριξη από την ΠΓΔΜ αλυτρωτικών οργανώσεων, καθώς και στην εκτόξευση κατηγοριών, στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, για παραβίαση δικαιωμάτων και καταπίεση της δήθεν “μακεδονικής” μειονότητας στην χώρα μας. Επισήμανε, εξάλλου, την αλυτρωτική προπαγάνδα μέσω σχολικών βιβλίων, επίσημων επιστημονικών συγγραμμάτων, συμμετοχής πολιτικών αξιωματούχων σε εκδηλώσεις, κλπ. στην οποία προβαίνουν ή την οποία προωθούν, αντί να αποθαρρύνουν, οι αρχές της ΠΓΔΜ. Ανέφερε, περαιτέρω, σειρά περιστατικών βανδαλισμού και άσκησης βίας κατά των εγκαταστάσεων του Γραφείου Συνδέσμου στα Σκόπια και του προσωπικού του. Επισήμανε, εξάλλου, περιστατικά συνεχιζόμενης χρήσης του Ήλιου της Βεργίνας για επίσημους σκοπούς. Τέλος, σημείωσε ότι εξακολουθεί η οικειοποίηση ιστορικών συμβόλων της Ελλάδας, μέσω, ιδίως, της ανεγέρσεως αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της μετονομασίας ή ονοματοδοσίας δημοσίων χώρων και κτιρίων.
Η κ. Τελαλιάν κατέληξε τονίζοντας ότι οι παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από την ΠΓΔΜ είναι πολυπληθείς, επαναλαμβανόμενες και ουσιώδεις, κάτι το οποίο υπονομεύει τον κεντρικό σκοπό και την ισορροπία της ανωτέρω Συμφωνίας και δεν μπορεί παρά να έχει έννομες συνέπειες.
(ε) Ο καθηγητής κ. Πελέ ανέπτυξε τελευταίος ότι όλες οι παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από την ΠΓΔΜ, δίνουν στην Ελλάδα το δικαίωμα να μην εκπληρώσει και η ίδια την υποχρέωσή της στο πλαίσιο του άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, προβάλλοντας την ένσταση exceptio non adimpleti contractus. Κατέληξε λέγοντας ότι η Ελλάδα θα μπορούσε ακόμα να λάβει εν προκειμένω αντίμετρα (counter measures), τα οποία επιτρέπονται από το διεθνές δίκαιο, σε απάντηση προηγηθείσης παρανομίας από την άλλη πλευρά.
Γενικότερα, και κατά τη δεύτερη ημέρα συνεχίσθηκε η προσπάθεια της χώρας μας να αντικρούσει την επιχειρηματολογία της ΠΓΔΜ, ότι ενώπιον του Δικαστηρίου έχει αχθεί μία σχετικά απλή υπόθεση ερμηνείας και παραβίασης ενός Άρθρου της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, σε πλήρη αποκοπή από τις υπόλοιπες διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Επιπλέον, προσπάθησε να καταδείξει ότι η υλοποίηση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας μόνον ανέφελη δεν ήταν μέχρι την Σύνοδο του Βουκουρεστίου, όπως είχε ισχυρισθεί η ΠΓΔΜ.
Αντίθετα, υπογράμμισε, με σειρά αποδεικτικού υλικού, μεταξύ του οποίου και δηλώσεις και πράξεις Σκοπιανών αξιωματούχων στο ανώτατο επίπεδο, ότι η ΠΓΔΜ, καθόλο αυτό το διάστημα, ακολούθησε ενσυνείδητη και στοχευμένη πολιτική εικονικής, στην ουσία, εμπλοκής στην διαπραγματευτική διαδικασία, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, ενώ, στην πραγματικότητα προωθούσε αποκλειστικά την σταθερή πολιτική της de facto επιβολής της ονομασίας της δικής της επιλογής, δηλαδή της συνταγματικής και μέσω της εκστρατείας των διμερών αναγνωρίσεων. Με αυτόν τον τρόπο, καταδείχθηκε ότι ουδέποτε διαπραγματεύθηκε με καλή πίστη, ουδέποτε σταμάτησε να την παραβιάζει και γενικότερα να την αντιμετωπίζει ως μία ετεροβαρή σύμβαση, από την οποία η ίδια εισέπραξε τα αναμενόμενα, ενώ η Ελλάδα ουδέποτε κατέληξε να λάβει το βασικότερο αίτημά της, δηλαδή, την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας.
Διαβάστε επίσης: «Στο κόκκινο» η αντιπαράθεση στη Χάγη