Μέχρι τις 29 Μαΐου 2011 παρατείνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού την προθεσμία αποστολής απόψεων και θέσεων στο πλαίσιο της Δημόσιας Διαβούλευσης με θέμα «Η λιανική πώληση προϊόντων βασικής διατροφής και καθημερινής κατανάλωσης».
Οι άμεσα ή έμμεσα ενδιαφερόμενοι φορείς και επιχειρήσεις ή και τα μεμονωμένα πρόσωπα, όπως σημειώνει η Επιτροπή σε ανακοίνωσή της, καλούνται μέχρι την συγκεκριμένη προθεσμία, να καταθέσουν τις απόψεις τους για τα αίτια που οδηγούν σε υψηλές τιμές και περιορισμό του ανταγωνισμού στη λιανική πώληση προϊόντων βασικής διατροφής και καθημερινής κατανάλωσης.
Οι απόψεις που θα αποσταλούν, θα συνεκτιμηθούν από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, μαζί με εκείνες όσων εξ΄αρχής ανταποκρίθηκαν. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, η Επιτροπή θα μελετήσει σε βάθος το σύνολο των απόψεων και των στοιχείων και θα εκδώσει, νέα, σχετική, ανακοίνωση με τα αποτελέσματα της όλης διαδικασίας.
Υπενθυμίζεται ότι η δημόσια διαβούλευση επικεντρώνεται στις αλυσίδες λιανικής πώλησης (μίνι μάρκετ, σούπερ μάρκετ και υπεραγορές) προϊόντων βασικής διατροφής και καθημερινής κατανάλωσης όπως:
– λαχανικά και φρούτα
– γαλακτοκομικά
– κρέας και ψάρι
– έλαια και βούτυρα
– όσπρια
– ρύζι και μακαρόνια
– άλευρα και αρτοσκευάσματα
– χυμοί και αναψυκτικά
– κατεψυγμένα τρόφιμα
– είδη προσωπικής υγιεινής
– καθαριστικά σπιτιού
– απορρυπαντικά ρούχων
– είδη χαρτοποιίας
Η διαβούλευση στοχεύει προεχόντως στον εντοπισμό προβλημάτων που σχετίζονται με τη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, αναγκαία κρίνεται η υπενθύμιση ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι αρμόδια για τη διαπίστωση παραβάσεων των διατάξεων του ν. 703/1977 «Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελευθέρου ανταγωνισμού» όπως ισχύει, και ειδικότερα για πρακτικές οι οποίες οφείλονται σε απαγορευμένες συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων ή/και σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει μία ή περισσότερες επιχειρήσεις κατά παράβαση των άρθρων 1 και 2 ν. 703/77 και 101 και 102 της Σύμβασης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκή Ένωσης, αντίστοιχα.
Ειδικότερα, η διαβούλευση επικεντρώνεται σε ζητήματα στρέβλωσης του ανταγωνισμού από πρακτικές, όπως:
– Συμφωνίες μεταξύ των ανταγωνιστών για τον καθορισμό τιμών, τον περιορισμό της παραγωγής και τον καταμερισμό της αγοράς.
– Συμβατικές ρήτρες αποκλειστικότητας και παροχής οικονομικών κινήτρων για την εξασφάλιση αποκλειστικότητας (π.χ. εκπτώσεις πίστης, εκπτώσεις στόχου, δωρεάν παροχές) από επιχειρήσεις με υψηλό μερίδιο αγοράς.
– Συμφωνίες ανταγωνιζόμενων αγοραστών με σκοπό την από κοινού αγορά ορισμένων εισροών.
– Περιορισμός της δυνατότητας του μεταπωλητή να προσδιορίσει την τιμή πώλησης για τους τελικούς καταναλωτές (καθορισμός τιμών μεταπώλησης).
– Συμφωνίες προμηθευτών και λιανοπωλητών για τοποθέτηση σε προνομιακή θέση προϊόντων έναντι ανταλλάγματος («entry/listing fees»).
– Επιβολή αγοράς ενός προϊόντος με τον όρο να αγοραστεί και άλλο (δεσμεύον και δεσμευμένο προϊόν).
– Άμεση ή έμμεση υποχρέωση προμηθευτή για πώληση μόνο σε έναν αγοραστή.
– Συμφωνίες διαχείρισης κατηγορίας προϊόντων («category management») μεταξύ λιανοπωλητή και προμηθευτών.
– Απαγόρευση εναλλακτικών πηγών προμήθειας προϊόντων από χονδρεμπόρους άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε. («παράλληλες εισαγωγές»).
– Αποκλειστικότητα σε συγκεκριμένες γεωγραφικές αγορές με ρήτρες απαγόρευσης παθητικών πωλήσεων.
– Επιβολή αυθαίρετων όρων αγοράς ή πώλησης προϊόντων από δεσπόζουσα επιχείρηση (π.χ. υπερβολική τιμολόγηση, αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης ή αγοράς κ.α.).
Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει δηλώσει ότι δεν είναι αρμόδια για τις στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό που προκαλούνται από ρυθμιστικές παρεμβάσεις του νομοθέτη. Ωστόσο, στο πλαίσιο της γνωμοδοτικής αρμοδιότητάς της, η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους φορείς να καταθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με τα ρυθμιστικά/κανονιστικά εμπόδια που δυσχεραίνουν τις επιχειρήσεις του κλάδου στο να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά, σε επίπεδο τιμών αλλά και υπηρεσιών λιανικής πώλησης των ανωτέρω προϊόντων. Ως παράδειγμα αναφέρονται τυχόν κανονιστικές ρυθμίσεις που περιορίζουν την είσοδο νέων εταιριών στην αγορά ή/και την πρόσβαση σε πηγές εφοδιασμού, την ύπαρξη τυχόν αδικαιολόγητων τελών, και ρυθμίσεις που αφορούν στη λειτουργία και χωροθέτηση των καταστημάτων κτλ. Επίσης, τυχόν περιορισμούς του ανταγωνισμού που προκύπτουν στο πλαίσιο υποχρέωσης συμμόρφωσης με συστήματα πιστοποίησης.