Κόλαφο για το ελληνικό σύστημα υγείας αποτελεί δικαστική απόφαση, με την οποία για πρώτη φορά καταλογίζεται ευθύνη σε μεγάλο νοσοκομείο της Αττικής, επειδή δεν μερίμνησε, ως όφειλε, ώστε ασθενής να μην εμφανίσει ενδονοσοκομειακή λοίμωξη η οποία αποδείχτηκε μοιραία για τη ζωή του.
Όπως αναφέρει το Πρώτο Θέμα, σε 16 σελίδες τα μέλη του δικαστηρίου αποτυπώνουν τη νοσηρή, μολυσματική εικόνα του ΕΣΥ που δίνει στη χώρα μας ευρωπαϊκή αρνητική πρωτιά στους θανάτους από λοιμώξεις μέσα στα νοσοκομειακά ιδρύματα.
Δεν είναι άλλωστε πολύ μακρινή η αντιμετώπιση που επιφύλαξε στην Ελλάδα το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης Λοιμώξεων, βάζοντας σε καραντίνα ασθενείς που επρόκειτο να νοσηλευτούν σε νοσοκομεία της Γηραιάς Ηπείρου. Οι Ελληνες ασθενείς θεωρούνται «εξαγωγείς μικροβίων» και γι’ αυτό πρέπει να απομονώνονται!
Τώρα, η απόφαση που εκδόθηκε από το Διοικητικό Εφετείο της Αθήνας χαρτογραφεί ακριβώς αυτή την κατάσταση, δηλαδή τη διασπορά των μικροβίων στους θαλάμους και τα τμήματα των νοσοκομείων, και καταγράφει τις παραλείψεις των αρμοδίων όσον αφορά την αντιμετώπισή τους -από την τήρηση της υγιεινής των νοσηλευτών μέχρι την αποστείρωση.
Στην προκειμένη περίπτωση η Δικαιοσύνη είναι καταπέλτης για τη ναυαρχίδα του ΕΣΥ, το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», στην Εντατική του οποίου έχασε τη ζωή του 48χρονος νοσηλευόμενος.
Ο άτυχος άνδρας είχε εισαχθεί τον Ιούνιο του 2005 στην Πανεπιστημιακή Νευροχειρουργική Κλινική του νοσοκομείου προκειμένου να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση «αποσυμπίεσης νεύρου».
Η επέμβαση πραγματοποιήθηκε από τον επικεφαλής της κλινικής με επιτυχία και στη συνέχεια ο ασθενής εισήχθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όπως επιβάλλεται σε τέτοιες σοβαρές επεμβάσεις.
Τις πρώτες τέσσερις ημέρες μετά την επέμβαση η κατάστασή του σταδιακά βελτιωνόταν και ο 48χρονος είχε πλήρη επικοινωνία. Την πέμπτη, όμως, ημέρα νοσηλείας, η υγεία του επιδεινώθηκε ραγδαία.
Ο ασθενής διασωληνώθηκε, ωστόσο παρουσίασε αιφνιδίως και υψηλό πυρετό και μέσα σε τρεις ώρες κατέληξε από ανακοπή. Η νεκροψία έδειξε ότι ο θάνατός του επήλθε από μηνιγγίτιδα.
Θεωρώντας ότι η απώλεια του δικού τους ανθρώπου ήταν αποτέλεσμα παραλείψεων του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, οι συγγενείς του άτυχου άνδρα προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη αξιώνοντας αποζημίωση.
Στην αγωγή τους, την οποία υπογράφουν οι δικηγόροι Αικατερίνη Τζέλη και Αλέξανδρος Καραμπάς, υποστήριξαν ότι δεν ελήφθησαν τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής πριν και μετά την επέμβαση, ότι δεν έγινε καλλιέργεια από την παροχέτευση του τραύματος προκειμένου να εντοπίσουν το μικρόβιο και ότι το ιατρικό προσωπικό παρέλειψε να ενισχύσει ή να αλλάξει τη χορηγούμενη αντιβίωση.
Γιατροί που κατέθεσαν ως μάρτυρες στο δικαστήριο έκαναν λόγο για πλημμέλειες κατά τους χειρουργικούς χειρισμούς, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι ο 48χρονος κατέληξε λόγω μικροβίου που «εισέβαλε» στον οργανισμό του «από τον περιβάλλοντα χώρο χειρουργείων και εργαλείων».
Επίσης, οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι οι θεράποντες ιατροί δεν υποψιάστηκαν, ως όφειλαν, το ενδεχόμενο μηνιγγίτιδας, με αποτέλεσμα να τον αφήσουν ακάλυπτο φαρμακευτικά.
Μάλιστα, τόσο οι επιστήμονες που κατέθεσαν ως μάρτυρες όσο και οι εμπειρογνώμονες που ορίστηκαν από το δικαστήριο, αναφέρθηκαν στη χαμηλή δόση της αντιβίωσης που χορηγήθηκε στον ασθενή. Ενώ για τη μικροβιακή μηνιγγίτιδα χορηγούνται δόσεις 4 και 6 γραμμαρίων ανά 24ωρο, στη συγκεκριμένη περίπτωση χορηγήθηκε αντιβίωση 1 γραμμαρίου δύο φορές την ημέρα!
Το σκεπτικό της απόφασης
Σταθμίζοντας τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο, όπως πιστοποιητικό από τον επικεφαλής καθηγητή και χειρουργό, δελτία νοσηλείας, φαρμάκων κ.ά., αλλά και τις μαρτυρίες των επιστημόνων, οι δικαστές επιδίκασαν στους συγγενείς του, τη σύζυγό του, τα δύο παιδιά του, τη μητέρα του και τον αδελφό του, συνολική αποζημίωση ύψους 600.000 ευρώ για ψυχική οδύνη.
Είναι δε αξιοσημείωτο και σπάνιο το γεγονός ότι το ίδιο ποσό είχε επιδικάσει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ και το νοσοκομείο έσπευσε να καταβάλει τα χρήματα πριν ακόμη παρέλθουν οι προθεσμίες που ορίζει ο νόμος.
Με την απόφασή τους (1239/2015) οι δικαστές κρίνουν ότι υφίστανται «παράνομες παραλείψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού». Και αυτό γιατί «η εμφάνιση μικροβιακής μηνιγγίτιδας μετά τη χειρουργική επέμβαση του ασθενούς αποτελεί τεκμήριο πταίσματος ως προς την τήρηση των κανόνων υγιεινής και απολύμανσης (αποστείρωσης) των χώρων του νοσοκομείου και απόδειξη ότι ακόμη και στην περίπτωση που είχαν ληφθεί αυστηρά μέτρα, αυτά δεν παρείχαν ασφάλεια αποτελέσματος για τον ασθενή, αφού αυτός εντέλει υπέστη μόλυνση μετεγχειρητικού τραύματος και περαιτέρω γενικευμένη μόλυνση των οργάνων του από μικροβιακή μηνιγγίτιδα εντός του νοσοκομείου λόγω μη τέλειας αντισηψίας στους χώρους αυτού».
Η τελεσίδικη απόφαση επιρρίπτει ευθύνες στο ιατρικό προσωπικό επειδή «κατά παράβαση της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας, δεν προέβη σε καλλιέργεια υγρών της παροχέτευσης, ενέργεια που θα μπορούσε να αποδείξει το είδος και την ευαισθησία του μικροβίου, ώστε να χορηγηθεί στον ασθενή η κατάλληλη αντιμικροβιακή θεραπεία και δοσολογία, ήτοι είτε να επαυξηθεί η δοσολογία είτε να προβεί σε άλλη αντιμικροβιακή αγωγή».
Η Ελλάδα κρατά τα μαύρα σκήπτρα στην Ευρώπη τόσο στους δείκτες των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων όσο και στην κατανάλωση αντιβιοτικών. Τρία είναι τα μικρόβια που ευθύνονται για τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις: τα Klebsiella, Acinetobacter και Pseudomonas. Τα πολυανθεκτικά αυτά μικρόβια προκαλούν κάθε χρόνο 250.000 λοιμώξεις σε νοσηλευόμενους, εκ των οποίων οι 5.000 είναι πολύ σοβαρές, ενώ έχουν μοιραία κατάληξη περισσότεροι από 1.000 ασθενείς.