Την έντονη αντίθεσή τους στην επιβολή Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης 40 λεπτά ανά λίτρο κρασιού, που προβλέπεται στο νομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα για την εκταμίευση των 2+10 δισ. ευρώ, διατρανώνουν οι οινοποιοί.
Σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Ελληνικού Οίνου επισημαίνει ότι «είναι μία πρόταση που δεν εφάπτεται της ελληνικής αλλά ούτε της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, καθ’ όσον το θέμα επιβολής ΕΦΚ στο κρασί έχει επί μακρόν συζητηθεί επανειλημμένα σε αρμόδια Κοινοτικά όργανα αλλά και στο εσωτερικό της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς Οίνου».
«Καμία χώρα, κανένα κράτος – μέλος της ευρωπαϊκής κοινότητας που είναι χώρα παραγωγής οίνου, δεν έχει επιβάλει Ε.Φ.Κ. στο κρασί (ούτε η Γερμανία). Αντίθετα κράτη – μέλη που δεν παράγουν κρασί, για ευνόητους λόγους το έχουν κάνει», συμπληρώνεται.
Ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι οι χώρες παραγωγοί οίνου είναι σταθερές στην απόφασή τους να κρατήσουν μηδενικό τον ΕΦΚ στο κρασί και η Ελλάδα έχει ακόμα περισσότερους λόγους να μην επιτρέψει τη φορολόγησή του:
1. Το κρασί, φυσική εξέλιξη του σταφυλιού, θεωρείται και είναι αποκλειστικά τοπικό γεωργικό προϊόν. Είναι παραλογισμός να φορολογείται με ειδικό φόρο ένα προϊόν της ελληνικής γης.
2. Το κρασί είναι τρόφιμο, κάθε μέρα επάνω στο ελληνικό τραπέζι. Κινείται σε αντίθετη τροχιά με τα διάφορα οινοπνευματώδη -κυρίως εισαγόμενα- και τα οποία δικαίως φορολογούνται με ειδικό φόρο.
3. Το κρασί έχει επιβαρυνθεί εξαιρετικά δυσανάλογα μέσα σε μία εικοσαετία αφού από 8% ΦΠΑ το 1992, έφτασε σε 23% ΦΠΑ πρόσφατα (σημειώνεται ότι αντίστροφα τα οινοπνευματώδη κατέβηκαν από 36% ΦΠΑ στο 23% ΦΠΑ).
4. Ένα τέτοιο μέτρο θα ενισχύσει περαιτέρω την παραοικονομία. Ήδη με το 23% ΦΠΑ δόθηκε ένα κίνητρο προς του φοροδιαφεύγοντες. Με τον ΕΦΚ κατεδαφίζονται τα οργανωμένα οινοποιεία εκείνα δηλαδή ακριβώς που προωθούν το σύγχρονο στρατηγικό σχέδιο που έχει επεξεργαστεί ο κλάδος (και είναι ο μόνος) να σταθούν στα πόδια τους, να κερδίσουν τις αγορές του εξωτερικού και να αυξήσουν τις εξαγωγές μας.
5. Είναι πολλά τα προβλήματα επιβίωσης του ελληνικού αμπελώνα (κύριο ανάμεσά τους ο μικρός κλήρος). Η αποδυνάμωση και αποδιοργάνωση της εσωτερικής αγοράς θα δώσει το τελικό χτύπημα στους Έλληνες αμπελουργούς, στην ανάπτυξη της Υπαίθρου αλλά και στις προσπάθειες να αναπτυχθεί η γαστρονομία και έμμεσα ο ποιοτικός Τουρισμός.
6. Στις συνθήκες της σημερινής κρίσης, τα οργανωμένα οινοποιεία έχουν βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, κινούνται στα όρια της επιβίωσής τους και πλέον τα περισσότερα εξ’ αυτών καταγράφουν ζημιές.
Σύμφωνα με τους οινοποιούς, ως συνέπεια όλων των παραπάνω «200.000 Έλληνες αμπελουργοί, 20.000 εργαζόμενοι στον οινοποιητικό κλάδο και περίπου 700 οινοποιητικές επιχειρήσεις θα πληγούν ανεπανόρθωτα από την επιβολή του φόρου».
Ο Σύνδεσμος Ελληνικού Οίνου ζητεί να μην γίνει η Ελλάδα αυτή η οποία, μόνη από όλα τα οινοπαραγωγά κράτη, «θα ανοίξει την κερκόπορτα για την τελική άλωση ενός προϊόντος, το οποίο αυτή έφερε στον κόσμο και η οποία το προικοδότησε με τέτοιες πολιτισμικές βάσεις που σήμερα το αναδείχνουν ως παγκόσμιο πολιτιστικό μήνυμα του μέτρου, της υγείας, της χαράς και ταυτόχρονα της τοπικότητας και της παγκοσμιότητας».
«Εάν απαιτούνται οπωσδήποτε χρήματα που θα πιάσουνε τόπο και θα βοηθήσουν την ανάπτυξη, τότε ας απευθυνθεί η κυβέρνηση στα προϊόντα αλκοόλης. Είναι τεράστια τα ποσά που φοροδιαφεύγουν εκεί. Όχι στο κρασί όλων μας», συμπληρώνει.
Αντιδράσεις και από Κρήτη
Την έντονη αντίδρασή τους στην επιβολή ΕΦΚ στο εμφιαλωμένο κρασί, εκφράζουν οι οινοποιοί της Κρήτης. Συγκεκριμένα σε ανοικτή επιστολή προς τους υπουργούς Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης που υπογράφουν το Δίκτυο Οινοποιών Νομού Ηρακλείου και το Δίκτυο Οινοποιών Νομού Χανίων Ρεθύμνης, τονίζεται ότι:
1. Σε καμία οινοπαραγωγική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υφίσταται αντίστοιχος φόρος, καλλιεργώντας συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.
2. Το εμφιαλωμένο κρασί αποτελεί προϊόν πλήρους καθετοποίησης με αποτέλεσμα να πλήττονται όλα τα εμπλεκόμενα επαγγέλματα του οινικού κλάδου, μέσα στους οποίους προσμετρούνται 200.000 αμπελουργοί, πάνω από 700 οινοποιητικές μονάδες με πάνω από 20.000 εργαζόμενους και πολλοί άλλοι τομείς οι οποίοι συνδράμουν από το αμπέλι στο τελικό προϊόν.
3. Ο κλάδος της οινοποιίας, παρ’ όλες τις δυσκολίες της περιόδου αυτής, εξακολουθεί να παράγει, να υποστηρίζει την αγροτική οικονομία, να κάνει συγκροτημένες προσπάθειες εξωστρέφειας με απτά αποτελέσματα, να δημιουργεί εθνική ταυτότητα στο χώρο της αγροτικής οικονομίας και να διατηρεί εν γένει μια δυναμική την οποία λίγοι παραγωγικοί κλάδοι σήμερα διαθέτουν.
4. Η πλειονότητα των οινοποιητικών επιχειρήσεων είναι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, εκσυγχρονισμένες στο μέγιστο με επενδύσεις οι οποίες είχαν την προοπτική της ανάπτυξης πριν την περίοδο της κρίσης και όπου όλος ο σχεδιασμός τους έχει πληγεί σε μεγάλο βαθμό.
5. Η τοπική (ελληνική) αγορά εξακολουθεί να είναι η κύρια βάση απορρόφησης της παραγωγής του κλάδου, παρά την αύξηση των εξαγωγών την τελευταία δεκαετία, σημειώνοντας δε το σημαντικό ρόλο που παίζει η τουριστική αγορά της χώρας η οποία αποτελεί αφ’ ενός σημαντική βάση κατανάλωσης και αφ’ ετέρου γνωριμίας με το προϊόν, με ότι προφανή αντίκτυπο έχει αυτό στις εξαγωγές.