Οι συμβασιούχοι του Δημοσίου και ευρύτερου δημοσίου τομέα που κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και απασχολήθηκαν πριν από την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, μπορούν να μονιμοποιηθούν, αποφάσισε σήμερα κατά πλειοψηφία (26 υπέρ έναντι 19 κατά) η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου σε διάσκεψη, κεκλεισμένων των θυρών.
Οι αρεοπαγίτες έκριναν ότι πριν την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 δεν απαγορευόταν η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας από ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Η μετατροπή αυτή των συμβάσεων, σύμφωνα με τους δικαστές, κρίνεται κάθε φορά από τα δικαστήρια, σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (Ν. 2112/1920, 3239/1954 κ.λπ.). Δηλαδή τα δικαστήρια αποφασίζουν εάν οι απασχολούμενοι με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της επιχειρησιακής μονάδας του Δημοσίου και ευρύτερου δημοσίου τομέα που εργάζονται. Και σε καταφατική περίπτωση μετατρέπουν τις συμβάσεις από ορισμένου σε αορίστου χρόνου.
Την Ολομέλεια την απασχόλησε περίπτωση συμβασιούχων καθαριστριών του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΟΠΑΠ), οι οποίες εργάστηκαν στον εν λόγω οργανισμό κατά την επταετία 1991-1998 και προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη (Πρωτοδικείο Αθηνών) πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001.
Υπενθυμίζεται ότι μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, το άρθρο 103 απαγορεύει ρητά τη μετατροπή των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου.
Ακόμη, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η απόφαση αυτή της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δεν αποφάσισε για το ζήτημα της μονιμοποίησης των συμβασιούχων που εργάστηκαν μετά το 2001 και κατά συνέπεια δεν καλύπτονται από την απόφαση αυτή της Ολομέλειας.
Επίσης, κατά τη διάσκεψη έγινε αναφορά στους συμβασιούχους “νέας γενιάς” (μετά το 2001) και εκφράστηκε η άποψη ότι η νομοθετική απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων εργασίας από ορισμένου σε αορίστου χρόνου, δεν αφορά και δεν δεσμεύει τα δικαστήρια, αλλά τη νομοθετική λειτουργία.
Ειδικότερα, αναφέρθηκε ότι τα δικαστήρια και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, εξακολουθούν να έχουν τη δικαιοδοσία να κρίνουν, κατά περίπτωση, εάν κάποιος συμβασιούχος μπορεί να μονιμοποιηθεί ή όχι (μετατροπή σύμβασης από ορισμένου σε αορίστου χρόνου).
Αντίθετα, η συνταγματική απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου αφορά αποκλειστικά και μόνο τη νομοθετική εξουσία, η οποία κατά διαστήματα με νόμους μονιμοποιεί συμβασιούχους ή προσλαμβάνει συμβασιούχους (π.χ. ΕΡΤ, κ.λπ.).
Παράλληλα, οι αρεοπαγίτες δεν έκαναν δεκτή τόσο την εισήγηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ιωάννη Τέντε, όσο και του αρεοπαγίτη κ. Ανδρέα Δουλγεράκη, οι οποίοι είχαν ταχθεί υπέρ της μη μονιμοποίησης των συμβασιούχων καθαριστριών του ΟΠΑΠ.
Και οι δύο αυτοί λειτουργοί της Δικαιοσύνης υποστήριξαν ότι μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος και ενόψει της διατύπωσης του άρθρου 103 του Συντάγματος, απαγορεύεται η μετατροπή των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου, όπως και η μετατροπή των απασχολουμένων με σύμβαση έργου.
Να σημειωθεί πάντως ότι από τις αρχές του έτους (Ιανουάριος 2011) νομικοί είχαν επισημάνει το “ατόπημα” -όπως το χαρακτήριζαν- των εισηγήσεων των κ.κ. Τέντε και Δουλγεράκη, οι οποίοι δεν εφήρμοσαν το διαχρονικό δίκαιο. Και αυτό γιατί στήριξαν τη νομική βάση του συλλογισμού τους (και πρότειναν τη μη μετατροπή των συμβάσεων) σε λανθασμένη χρονική περίοδο κατά την οποία ίσχυε άλλο νομοθετικό πλαίσιο.
Δηλαδή η νομική επιχειρηματολογία τους στηρίχθηκε στο νομοθετικό καθεστώς μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ενώ η υπόθεση των συμβασιούχων αφορούσε το νομικό πλαίσιο που ίσχυε προ του 2001.
Πρώτη καταχώρηση: Πέμπτη 14 Απριλίου 2011, 14:21