Ανείπωτη τραγωδία – Στους 270 οι νεκροί
Για τρίτη ημέρα διασώστες και χιλιάδες εθελοντές που έσπευσαν στις πληγείσες περιοχές από το φονικό χτύπημα του εγκέλαδου δίνουν μάχη με το χρόνο για να εντοπίσουν επιζώντες κάτω από τα ερείπια.
Σύμφωνα με την ιταλική τηλεόραση ο αριθμός των νεκρών ξεπέρασε τους 270 και εκφράζονται φόβοι ότι ο τραγικός απολογισμός θα ξεπεράσει αυτόν του σεισμού της Λ’ Άκουιλα το 2009.
Την ίδια ώρα ο ιταλικός Τύπος κάνει λόγο για εικόνες πολέμου και οι ανταποκριτές στον τόπο της καταστροφής συγκρίνουν τα σεισμόπληκτα χωριά με βομβαρδισμένες πόλεις.
Τέτοια είναι η καταστροφή που δείχνουν οι φωτογραφίες ώστε οι αναγνώστες τούς συγχωρούν τις υπερβολές αυτές.
Αματρίτσε, Ακουμόλι, Πεσκάρα ντελ Τρόντο… Τα ονόματα των χωριών που σχεδόν σβήστηκαν από τον χάρτη επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στους ενημερωτικούς ιστότοπους και τα τηλεοπτικά κανάλια.
Όμως πολλά είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν.
Στα κύρια άρθρα των εφημερίδων, τους τίτλους των άρθρων και τις συνεντεύξεις των ειδικών διακρίνεται μια αναμφισβήτητη αγανάκτηση, ιδιαίτερα για τον μεγάλο αριθμό των νεκρών.
Για να αντιμετωπίσει αυτές τις επικρίσεις, ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, ο οποίος ρωτήθηκε για το θέμα, αναφέρθηκε κατ’ αρχάς στο μεγάλο αριθμό των τουριστών που επισκέπτονταν τα μικρά γραφικά χωριά όταν αυτά επλήγησαν από την καταστροφή.
Στο Αματρίτσε, για παράδειγμα, οι τουρίστες είχαν φθάσει μαζικά τις τελευταίες ημέρες, ενόψει του 50ού φεστιβάλ της Αματριτσιάνα, αυτής της χαρακτηριστικής της ιταλικής γαστρονομίας συνταγής για μακαρόνια που προέρχεται από το χωριό.
Στη συνέχεια ο Ιταλός πρωθυπουργός υπενθύμισε πως όλα αυτά τα χωριά είναι κτισμένα γύρω από ιστορικά κέντρα περασμένων αιώνων, «πολύ ωραία, αλλά τα οποία κινδυνεύουν πολύ περισσότερο» να καταρρεύσουν από έναν σεισμό.
Για πολλούς σχολιαστές, οι φτωχές αυτές εξηγήσεις δεν αρκούν και ο πολύ βαρύς απολογισμός ήταν κάτι που μπορούσε να προβλεφθεί, αντίθετα από τον ίδιο τον σεισμό.
Η Ιταλία είναι μία από τις πιο σεισμογενείς χώρες της Ευρώπης και αυτή η ιδιαιτερότητά της είναι πασίγνωστη.
«Η Ιταλία είναι κατά κάποιον τρόπο προορισμένη να έχει σεισμούς και αυτό το ξέραμε ανέκαθεν», γράφει η ηλεκτρονική εφημερίδα Linkiesta.
«Περισσότεροι από το ένα τρίτο των 1.300 πιο καταστροφικών σεισμών που έχουν σημειωθεί κατά τη δεύτερη χιλιετία στη Μεσόγειο έχουν καταγραφεί στην Ιταλία», συνεχίζει ο ενημερωτικός ιστότοπος.
Το ζήτημα δεν είναι να γίνουμε μοιρολάτρες, εξηγεί, αλλά να επισημάνουμε το γεγονός ότι διαδοχικές κυβερνήσεις απέτυχαν να εμφυσήσουν στη χώρα μια αληθινή κουλτούρα για την πρόληψη των καταστροφών από τους σεισμούς.
«Απέχουμε πολύ ακόμη απ’ αυτό», επιβεβαίωσε ο Φραντσέσκο Περντούτο, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Ιταλών Γεωλόγων.
Για να εξηγηθεί αυτή η τρομερή διαπίστωση, πρέπει να ληφθούν υπόψη πολλοί παράγοντες.
Υπάρχει κατ’ αρχάς η ίδια η γεωγραφική θέση της Ιταλίας, ανάμεσα σε δύο τεκτονικές πλάκες, που έχει ως αποτέλεσμα, όπως υπενθυμίζει η Il Fatto Quotidiano, 24 εκατ. άνθρωποι να ζουν σε σεισμική ζώνη 1, που έχει τον μεγαλύτερο κίνδυνο (η κλίμακα πηγαίνει από το 1 έως το 4).
Αυτή η επικίνδυνη ζώνη διασχίζει ολόκληρη τη χώρα από τον βορρά στον νότο (από τη βόρεια Τοσκάνη έως τη Σικελία).
Παρά τα στοιχεία αυτά, εξακολουθεί να μην υπάρχει ένας χάρτης που να καταγράφει τα κτίρια τα οποία βρίσκονται σ’ αυτές τις επικίνδυνες περιοχές.
Έναν τέτοιο χάρτη ζητούν επίμονα οι γεωλόγοι, αλλά η κυβέρνηση ουδέποτε ανταποκρίθηκε, αναφέρει η Il Fatto Quotidiano, η οποία δημοσιεύει σήμερα έναν φάκελο για τις πολιτικές ευθύνες στην ανθρώπινη καταστροφή που προκάλεσε ο σεισμός.
«Το 80% των κτιρίων στις ζώνες υψηλού κινδύνου δεν θα άντεχαν σ’ έναν σεισμό όπως αυτός της περασμένης νύχτας», τονίζει από τις στήλες της εφημερίδας ο Αλεσάντρο Μαρτέλι, πολιτικός μηχανικός εξειδικευμένος στη σεισμική μηχανική και ερευνητής.
Σ’ ολόκληρη την Ιταλία, 80% των κτιρίων είναι ιστορικές κατασκευές που χρονολογούνται πριν από το 1981, υπενθυμίζει ο Μαρτέλι στο BFM.
Το 1981 ήταν μια σημαντική χρονιά διότι τότε, μετά τον καταστροφικό σεισμό της Ιρπίνια, τον Νοέμβριο του 1980, που είχε στοιχίσει τη ζωή σχεδόν 3.000 ανθρώπων στην Καμπανία, ήταν που επιβλήθηκαν υποχρεωτικά οι αντισεισμικές προδιαγραφές σε όλες τις κατασκευές.
Κατά συνέπεια σήμερα κινδυνεύουν πολλά δημόσια κτίρια, όπως σχολεία ή νοσοκομεία, επειδή, μόνο από τα σχολεία, για παράδειγμα, το 50% έχει κατασκευαστεί πριν από το 1981.
Ο σεισμολόγος Μάσιμο Κόκο υπογραμμίζει στην εφημερίδα Fatto Quotidiano πως η νομοθεσία δεν επιβάλλει την προσαρμογή αυτών των κτιρίων στις αντισεισμικές προδιαγραφές πέραν των δομικών μερών τους.
Οι δήμοι και οι περιφέρειες οφείλουν μόνο να πραγματοποιήσουν μελέτες για το κατά πόσο είναι ευάλωτα τα κτίρια που διαθέτουν. Και μετά μπορούν, αν θέλουν, να τα ενισχύσουν ή όχι.
Η Corriere della Sera επισημαίνει, σαν για να αμφισβητήσει το επιχείρημα του Ματέο Ρέντσι περί των κινδύνων που απειλούν τα ιστορικά κέντρα ως εκ της φύσεώς τους, πως στη Λ’ Άκουιλα το 2009 είχαν καταρρεύσει εξίσου παλιά και νέα κτίρια.
Δεν είναι λοιπόν τόσο η ηλικία τους που μετράει, όσο το αν έχουν επισκευαστεί ή όχι.
Μετά τον σεισμό στη Λ’ Άκουιλα, δύο εκατ. ευρώ είχαν διατεθεί για την ανακαίνιση του νοσοκομείου του Αματρίτσε, ένα ίδρυμα που η στρατηγική θέση του, μέσα στη σεισμογενή ζώνη, το είχε εξάλλου σώσει από το κλείσιμο.
Όμως τα κεφάλαια αυτά ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν, αποκαλύπτει η Il Fatto Quotidiano.
Και τη νύχτα της Τρίτης προς την Τετάρτη, το νοσοκομείο απλούστατα κατέρρευσε.
Αντίθετα πολλές εφημερίδες, μεταξύ των οποίων η La Repubblica, χαιρετίζουν σήμερα τα έργα που έγιναν στη Νόρτσα, πολύ κοντά στο επίκεντρο του σεισμού, και επέτρεψαν στην πόλη να γλιτώσει το χειρότερο.
Σύμφωνα με τους ερευνητές που ρωτήθηκαν από την Il Fatto Quotidiano, η προτεραιότητα είναι να αυξηθούν οι χρηματοδοτήσεις και η εκπαίδευση στην πρόληψη.
«Η κυβέρνηση θα έπρεπε να διαθέτει κάθε χρόνο ένα ποσό στον προϋπολογισμό της με στόχο να επιτευχθεί η ασφάλεια από τους σεισμούς σε διάστημα μιας δεκαετίας», λέει ο Αλεσάντρο Μαρτέλι. «Αντιθέτως κάθε χρόνο μας λένε πως δεν υπάρχουν χρήματα, πράγμα που επιδεινώνει την κατάσταση».
Σύμφωνα με τη Linkiesta, τα κεφάλαια που προορίζονται για την αντισεισμική πρόληψη μειώθηκαν από τα 145 εκατ. ευρώ το 2015 στα 44 εκατ. ευρώ φέτος.
«Θα πρέπει να αρχίσουμε μια σοβαρή επιχείρηση εκπαίδευσης που θα κάνει τον πληθυσμό να συνειδητοποιήσει περισσότερο τους κινδύνους που υπάρχουν στα εδάφη που κατοικεί», καταλήγει από την πλευρά του ο Φραντσέσκο Περντούτο, απαντώντας στην Il Fatto Quotidiano.
Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Ιταλών Γεωλόγων προσθέτει πως, σύμφωνα με πολλές μελέτες, 20% έως 50% των θανάτων στη διάρκεια ενός σεισμού στις σεισμογενείς ζώνες οφείλονται σε εσφαλμένες συμπεριφοράς.