Ένας χρόνος πέρασε από την ημέρα που τρεις άνθρωποι μεταξύ των οποίων και μία έγκυος γυναικά έχασαν την ζωή τους, έπειτα από πυρκαγιά που ξέσπασε σε υποκατάστημα της τράπεζας Marfin επί της Σταδίου κατά τη διάρκεια μεγάλου συλλαλητηρίου. Επρόκειτο για τους Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών, την Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών και τον Επαμεινώνδα Τσακάλη, 36 ετών.
Λόγω πένθους λοιπόν, κλειστά θα παραμείνουν σήμερα, Πέμπτη, τα καταστήματα της Marfin Egnatia Bank, όπως ανακοινώθηκε από την διοίκηση της τράπεζας.
«Tα καταστήματα της Τράπεζας θα παραμείνουν κλειστά λόγω πένθους, στη μνήμη των συναδέλφων Επαμεινώνδα Τσακάλη, Παρασκευής Ζούλια και Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, που χάθηκαν άδικα πριν ένα χρόνο» αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Yπενθυμίζεται ότι προθεσμία μέχρι σήμερα για να καταθέσουν στους αξιωματικούς της υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας ζήτησαν και πήραν οι τέσσερις άνδρες, ηλικίας 21 έως 36 ετών, που προσήχθησαν στη ΓΑΔΑ ως ύποπτοι για συμμετοχή στον εμπρησμό της Marfin, στις 5 Μαΐου 2010.
Τα λάθη της ΕΛΑΣ
Η ΕΛΑΣ ισχυρίζεται ότι διέθετε από τις πρώτες ώρες στοιχεία για τους δράστες του εμπρησμού της Marfin που κόστιζε τη ζωή στους τρεις τραπεζικούς υπαλλήλους, στις 5 Μαϊου 2010.
Ωστόσο ακολούθησε «ρήξη» μεταξύ υψηλόβαθμων στελεχών της Αστυνομίας και του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος και να μην συγκεντρωθούν κρίσιμα στοιχεία και η έρευνα να έχει «βαλτώσει» ένα χρόνο μετά.
Το κύριο ζήτημα αιχμής ήταν η παράδοση στα ΜΜΕ μιας σειράς «απόρρητων» φωτογραφιών διαφόρων υπόπτων από τη στιγμή του εμπρησμού, προκειμένου να συγκεντρωθούν νέες καταθέσεις σε βάρος τους.
Διχογνωμία υπήρξε και σε σχέση με την υπηρεσία της ΕΛΑΣ που θα αναλάμβανε τη διερεύνηση της υπόθεσης. Όμως τελικά υπήρξε αργοπορία των αξιωματικών των διωκτικών αρχών, με αποτέλεσμα έναν χρόνο μετά ελάχιστα καθοριστικά στοιχεία να έχουν προστεθεί στον φάκελο της υπόθεσης. Κι αυτό παρά τις εκτεταμένες έρευνες της Κρατικής Ασφάλειας και παρότι στη δικογραφία της υπόθεσης περιλαμβάνονται περίπου 2.500 φωτογραφίες από τα τεκταίνομε εκείνης της ημέρας, σύμφωνα με σχετικό άρθρο της εφημερίδας «Το Βήμα»
Οι κρίσιμες φωτογραφίες
Λίγη ώρα λοιπόν μετά τον εμπρησμό της Marfin ένας αυτόπτης μάρτυρας – που είχε παραμείνει στο σημείο – έδωσε σε αξιωματικούς της ΕΛΑΣ μία σειρά φωτογραφιών που είχε τραβήξει την ώρα του εμπρησμού του υποκαταστήματος.
Στις φωτογραφίες αυτές, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, φαίνονται με σχετική ευκρίνεια ορισμένοι εκ των δραστών του εμπρησμού και της επίθεσης σε γειτονικά καταστήματα. Ο συγκεκριμένος μάρτυρας, μαζί με άλλο ένα – δύο πρόσωπα που θεωρήθηκαν «κλειδιά» για την υπόθεση, κλήθηκαν να δώσουν κατάθεση σε αξιωματικούς, οπότε και έγινε η αρχική αναγνώριση των ατόμων που φέρεται να είχαν καθοριστικό ρόλο στις επιθέσεις εκείνης της ημέρας.
Επιπλέον υπήρξε αντιπαραβολή των φωτογραφιών με τα δεδομένα του φωτογραφικού αρχείου της ΕΛΑΣ.
Τις πρώτες ώρες μετά την τραγωδία, διαπιστώθηκε διχογνωμία στους επιτελείς της ΕΛΑΣ και του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη σχετικά με την υπηρεσία που θα αναλάμβανε τη διερεύνηση της υπόθεσης. Τότε είχε υπάρξει εισήγηση, να αναλάβει η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία την έρευνα, καθώς θεωρήθηκε ότι είχε πιο επαρκή δομή για να ανταποκριθεί σε μια τόσο σύνθετη διαδικασία. Ομως εκείνη την περίοδο η Αντιτρομοκρατική ήταν επιφορτισμένη με την εξάρθρωση της οργάνωσης «Επαναστατικός Αγώνας» κι έτσι αποφασίστηκε η διερεύνηση της υπόθεσης να γίνει από την υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφαλειας που είχε αρμοδιότητα τον έλεγχο του αντιεξουσιαστικού χώρου.
Διχογνωμία για τα ΜΜΕ
Οι επιτελείς της ΕΛΑΣ είχαν προτείνει τότε, οι αρχικές φωτογραφίες από τον τόπο της επίθεσης να δοθούν στα ΜΜΕ ώστε να υπάρξει «προσκλητήριο» σε αυτόπτες μάρτυρες που έφυγαν από το σημείο και δεν εντοπίσθηκαν για να δώσουν κρίσιμες καταθέσεις για τις κινήσεις των υπόπτων. Η «καμπάνια» αυτή θεωρήθηκε ότι θα αποδώσει γρήγορα καρπούς.
Ομως τότε φέρεται ότι υπήρξε εισήγηση αξιωματικών της Ασφάλειας Αττικής ότι «μια τέτοια κίνηση ήταν αχρείαστη και τα επιβαρυντικά στοιχεία θα προκύψουν από έναν στενό κλοιό – με παρακολουθήσεις τηλεφώνων και με παγιδεύσεις χώρων – που επρόκειτο να δημιουργηθεί γύρω από τους υπόπτους. Θα τους στοχεύσουμε και θα αποδείξουμε με ακλόνητα στοιχεία την εμπλοκή τους».
Επεξεργασία βίντεο
Επιπλέον τότε άρχισε και η επεξεργασία των στοιχείων από 92 βίντεο – προερχόμενα από κάμερες της ΕΛΑΣ, τραπεζών, καταστημάτων κλπ – που είχαν συλλέγει από τους αστυνομικούς από τις οδούς Σταδίου, Πατησίων, Αμαλίας και απ’ όπου αλλού πέρασε το συγκεκριμένο μπλοκ αντιεξουσιαστών. Από αυτά τα βίντεο εκτυπώθηκαν στο Τμήμα Φωτογραφικού και Μεθοδικοτήτων των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων περίπου 2.500 φωτογραφίες οι οποίες τέθηκαν σε χρονική σειρά. Παράλληλα επισημάνθηκαν ορισμένα άτομα με βάση τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, τον σωματότυπό τους, τα ρούχα τους, τα παπούτσια τους ή τις τσάντες που μετέφεραν.
Για τη δημιουργία του «φιλμ» της επίθεσης είχε υπάρξει καθημερινή, πολύωρη συνεργασία των αστυνομικών της Κρατικής Ασφάλειας και τεχνικών των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων.
Όπως ανέφερε στο «ΒΗΜΑ» ένας εκ των χειριστών της υπόθεσης, «αυτή η διαδικασία σχετικής ταυτοποίησης κάποιων υπόπτων με βάση τον τύπο των παπουτσιών που φορούν ή κάτι παρόμοιο, θυμίζει το φιάσκο με τη σύλληψη του νεαρού με τα πράσινα παπούτσια, τον Μάιο του 2007 στη Θεσσαλονίκη. Κι αυτό έπρεπε να το αποφύγουμε».
Το καλοκαίρι του 2010 φέρεται να επανήλθε η ιδέα δημοσιοποίησης του οπτικού υλικού από τον τόπο της επίθεσης. Όμως τότε κρίθηκε ότι «είναι πλέον αργά. Ακόμη κι αν εμφανιστεί τώρα κάποιος μάρτυρας, τόσους μήνες μετά η κατάθεσή του θα θεωρηθεί αφερέγγυα». Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι αυτή η επιθετική τακτική άντλησης στοιχείων από τη στενή παρακολούθηση των υπόπτων δεν απέδωσε αξιοποιήσιμα στοιχεία.
Οργή για την καθυστέρηση
Αξιωματούχοι της λεωφόρου Κατεχάκη φέρεται τότε να εξέφρασαν την οργή τους για αυτήν την καθυστέρηση και την αποφυγή της παρουσίασης στα ΜΜΕ – από την πρώτη στιγμή – των επίμαχων φωτογραφιών. Εκτοξεύθηκαν μάλιστα κατηγορίες για «μοιραία αργοπορία».
Έτσι λοιπόν αποφασίσθηκε τις τελευταίες εβδομάδες να σταλεί ο φάκελος της υπόθεσης στις δικαστικές αρχές με κύρια ουσιαστικά στοιχεία αυτά που είχαν συγκεντρωθεί από τα πρώτα 24ωρα της έρευνας, τον περασμένο Μάιο: δηλαδή περίπου 10-12 φωτογραφίες και 2-3 καταθέσεις βασικών μαρτύρων. Τα υπόλοιπα θεωρήθηκαν «επιπρόσθετα στοιχεία χωρίς καθοριστικό αποδεικτικό βάρος». Κι έτσι ακολουθείται πλέον η διαδικασία των ανωμοτί καταθέσεων ορισμένων υπόπτων για την άντληση περαιτέρω στοιχείων.
Είναι ακόμη ενδεικτικό ότι η Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφαλείας έχει ζητήσει τις τελευταίες εβδομάδες στοιχεία για τις κλήσεις των κινητών τηλεφώνων – την 5η Μαϊου 2010 – των υπόπτων. Όμως ένα μέρος αυτών των απαντήσεων έχει δοθεί στους επιτελείς της Αστυνομίας.