Όσες επιχειρήσεις δεν βάλουν «λουκέτο» θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε αυξήσεις τιμών για να μπορέσουν να καλύψουν τις απώλειες από την υπερφορολόγηση επισημαίνει η ΓΣΕΒΕΕ ενώ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για έκρηξη της «μαύρης» επιχειρηματικής εργασίας.
Στις εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΒΕ για το προσχέδιο του προϋπολογισμού τονίζεται ότι η στόχευση για πρωτογενή πλεονάσματα 3% των επόμενων ετών απαγορεύει κάθε δυνατότητα για αναπτυξιακές δράσεις.
Παράλληλα, όπως έχει αναφερθεί και σε πρόσφατη έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ θα ενταθεί το φαινόμενο του δυισμού μεταξύ επιχειρήσεων που λειτουργούν στην αγορά, και επιχειρήσεων που βρίσκονται στον άτυπο τομέα της οικονομίας.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, αναμφίβολα αποτελεί θετικό γεγονός η πρόβλεψη για επίτευξη και θετική υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων. Αυτή η εκδοχή θα έδινε τη δυνατότητα στη χώρα να κατανείμει μέρος αυτού σε επενδυτικές δράσεις και δράσεις κοινωνικής πολιτικής, όμως η ομηρία των υψηλών πλεονασμάτων δεν επιτρέπει διακριτές εθνικές πολιτικές. Κάτι τέτοιο δε φαίνεται να συμβαίνει.
Η περαιτέρω συσταλτική πολιτική είναι αντιπαραγωγική και λειτουργεί υπέρ ολιγοπωλιακών συμφερόντων, εγχώριας και αλλοδαπής προέλευσης. Η παρατεταμένη συζήτηση υπέρ της διατήρησης ή ανανέωσης του μίγματος λιτότητας έπειτα από 7 χρόνια εφαρμογής συσταλτικών μέτρων, οδηγεί μαθηματικά σε νέα παγίδα ύφεσης.
Θετική κρίνεται η απόφαση του Υπουργείου να αυξήσει την εγχώρια χρηματοδότηση για τις επενδυτικές πολιτικές, αυξάνοντας το κονδύλι για τις δημόσιες επενδύσεις κατά 250 εκ. Πιο σημαντική και αποτελεσματική κρίνεται βέβαια ότι θα ήταν μια προσπάθεια κινητοποίησης δημόσιων και ιδιωτικών κεφαλαίων, μέσα από τη βελτίωση διάθεσης χρηματοδοτικών εργαλείων και πρόσβασης σε ρευστότητα.
Είναι ενδεικτικό ότι τα βασικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής, όπως τα χαμηλά επιτόκια και ο χαμηλός πληθωρισμός δεν έχουν παράξει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Από την άλλη, παραμένει εύθραυστη η σχέση καθυστερούμενων πληρωμών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και ληξιπροθέσμων οφειλών των ιδιωτών προς δημόσιο και άλλους ιδιώτες. Αυτή η δυσεπίλυτη εξίσωση απειλεί τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και των δημοσιονομικών στόχων, ενώ σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στα κόκκινα δάνεια διαμορφώνει κινδύνους για τις πολιτικές χρηματοδότησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικές καθυστερήσεις εμφανίζονται και στις εξόφληση οφειλών των ασφαλιστικών οργανισμών προς ιδιώτες αλλά και άλλους δημόσιους οργανισμούς, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με θέματα άσκησης κοινωνικής πολιτικής.
Αρνητικό σημείο του σχεδίου προϋπολογισμού είναι η ελάχιστη αναφορά που γίνεται στην ανάγκη ελάφρυνσης ευρύτερων ομάδων του πληθυσμού που υφίστανται σήμερα υψηλά φορολογικά βάρη, η αοριστία ως προς την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και την καθιέρωση κινήτρων για τη φορολογική συμμόρφωση (πχ θεσμοθέτηση μοναδικού ακατάσχετου λογαριασμού για τις επιχειρήσεις).
Ανησυχία προκαλεί επίσης το γεγονός ότι το Υπουργείο Οικονομικών αδυνατεί να προσδιορίσει ένα σημείο σταδιακής ελάφρυνσης των φορολογικών συντελεστών, αλλά αντίθετα διαφημίζει την «υπεραπόδοση κάποιων μέτρων». Επιπλέον, η συσχέτιση του υψηλού ποσοστού μακροχρόνιας ανεργίας με τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, δείχνει να αγνοεί τις επιδράσεις της κυκλικότητας ή άλλως να υποκρύπτει την παραδοχή ότι η νέα παραγωγική διάρθρωση εν μέσω εσωτερικής υποτίμησης και παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας, επιδείνωσε τελικά το μέγεθος της διαρθρωτικής ανεργίας.