Το ενδεχόμενο εμπλοκής χρυσοχοείων στο Κολωνάκι και το Σύνταγμα, αλλά και καταστημάτων εκτίμησης πολύτιμων λίθων στο κέντρο της Αθήνας και ενεχυροδανειστηρίων σε ολόκληρη την Ελλάδα, εξετάζουν οι διωκτικές αρχές που ερευνούν την δράση της σπείρας των χρηματοκιβωτίων.
Στο πολυσέλιδο διαβιβαστικό που έστειλε η Αστυνομία στον Εισαγγελέα, αναλύεται λεπτομερώς η δομή και η μεθοδολογία της σπείρας μέλη της οποίας θα βρεθούν ενώπιον του ανακριτή την Δευτέρα και την Τρίτη μετά την ποινική δίωξη για βαρύτατες κατηγορίες που απαγγέλθηκαν χθες για την υπόθεση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αστυνομίας, οι κατηγορούμενοι ήταν ενταγμένοι σε υποομάδες, οι οποίες κατά την αστυνομία ήταν τέσσερις, “σε απόλυτη συνεργασία μεταξύ τους και με αυστηρή ιεραρχική δομή και πειθαρχία”. Όπως τονίζεται στο ογκώδες διαβιβαστικό της Αστυνομίας, οι κατηγορούμενοι είχαν επί σειρά ετών “αποτελεσματική δράση”, τέτοια ώστε να έχουν αποκτήσει “εξαιρετική φήμη στον χώρο του υποκόσμου με αποτέλεσμα ετερόκλητα κακοποιά στοιχεία να προσεγγίσουν μέλη τους προσφέροντας με το αζημίωτο πληροφορίας για πιθανούς στόχους».
Στο διαβιβαστικό της Αστυνομίας προσδιορίζεται το “προφίλ” των περισσότερων μελών των ομάδων που δρούσαν υπό ενιαία καθοδήγηση ως “υπόδικοι ή κατάδικοι στο παρελθόν για διαρρήξεις, οι οποίοι αν και ήταν άεργοι, ζούσαν στην απόλυτη χλιδή, σε πολυτελείς μεζονέτες στη Δυτική Αττική και τη Θεσσαλονίκη ενώ οι ίδιοι ή συγγενικά τους πρόσωπα κατέχουν πανάκριβα αυτοκίνητα με μεγάλη ιπποδύναμη”.
Ως προς τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε η σπείρα, στο διαβιβαστικό αναφέρεται ότι είχαν τακτική να χρησιμοποιούν πολλές φορές το ίδιο αυτοκίνητο το οποίο έκαναν κυριολεκτικά αγνώριστο, αλλάζοντας του συχνά χρώματα με κατάλληλες μεμβράνες για να αποπροσανατολίζουν την Αστυνομία. Σημειώνεται μάλιστα, η περίπτωση ενός αυτοκινήτου Seat Leon το οποίο μέσα σε ενάμιση χρόνο άλλαξε δέκα φορές χρώμα, καθώς και άλλου που σε ένα μήνα άλλαξε χρώμα τέσσερις φορές.
Η σπείρα λάμβανε μέτρα προστασίας για τις επικοινωνίες τόσο με κωδικούς που χρησιμοποιούσε για τις συνεννοήσεις της, όσο και με τα κινητά που χρησιμοποιούσε με ενεργοποιήσεις συνδέσεων ανύπαρκτων προσώπων. Φρόντιζαν επίσης, όσο βρίσκονταν “στην δουλειά”, να έχουν τα προσωπικά τους κινητά τηλέφωνα απενεργοποιημένα στο σπίτι.
Οι αστυνομικοί τονίζουν επίσης και την συμπεριφορά που είχαν οι δράστες απέναντι στα θύματα τους αναφέροντας χαρακτηριστικά: «επιδίδονταν συστηματικά σε βανδαλισμούς, προκαλώντας μεγάλες υλικές ζημιές σε έπιπλα, μπανιέρες, πλακάκια κ.λπ., ενώ σε κάποιες περιπτώσεις άφηναν ακόμη και τις βρύσες ανοικτές προκειμένου να πλημμυρίσουν οι οικίες των θυμάτων τους. Αποτέλεσμα των παραπάνω πράξεων ήταν η πλέον αποθαρρυντική εικόνα της λεηλασίας και της καταστροφής κατοικιών και χώρων εργασίας, η οποία επιβεβαιώνει τη διαφορά χαρακτήρα, την αντικοινωνικότητα και τα ταπεινά ένστικτα που χαρακτηρίζουν τους αυτουργούς τους».
Τέλος, μεταξύ άλλων, στο διαβιβαστικό τονίζεται πως τα μέλη της συμμορίας τηλεφωνούσαν στην Άμεσο Δράση την ώρα που έκλεβαν σπίτια, δηλώνοντας άλλα περιστατικά, ώστε να παραπλανούν τους αστυνομικούς και να τους “κρατούν απασχολημένους” μακριά από τους ίδιους.