Περίπου 3 στους 10 ερωτώμενους που ψάχνουν, αυτήν τη στιγμή, για εργασία, έχουν στρέψει τις προσπάθειές τους στο εξωτερικό, ποσοστό το οποίο συγκρινόμενο με την αντίστοιχη έρευνα του 2015 είναι σχεδόν 2,5 φορές μεγαλύτερο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της Adecco.
Από την έρευνα προκύπτει ότι οι λόγοι που ωθούν τους Έλληνες να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό έχουν διαφοροποιηθεί κατά τα τελευταία δύο χρόνια. Στην παρούσα φάση, φαίνεται ότι οι λόγοι που συνδέονται με τις ευκαιρίες εξέλιξης και καριέρας ιεραρχούνται ως σημαντικότεροι σε σχέση με τις καλύτερες αποδοχές και συνθήκες εργασίας. Παράλληλα, στην έρευνα καταγράφονται μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στο τι πιστεύουν οι εταιρείες και τι οι υποψήφιοι αναφορικά με τις δεξιότητες που διαθέτουν οι τελευταίοι.
Συγκεκριμένα, η Adecco Ελλάδας παρουσίασε σε σημερινή συνέντευξη Τύπου τα αποτελέσματα έρευνας, με τίτλο «Η Απασχολησιμότητα στην Ελλάδα, 2016». Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δυο φάσεις: Η πρώτη που αφορά στους εκπροσώπους επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία επιλογής προσωπικού, ολοκληρώθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου και η δεύτερη, στην οποία έλαβαν μέρος εργαζόμενοι και υποψήφιοι, ολοκληρώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου.
Η έρευνα σκιαγράφησε τις απόψεις των εργοδοτών σχετικά με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και των εταιρειών τους, ενώ, ταυτόχρονα, ανέδειξε την άποψη των υποψηφίων και των εργαζομένων σχετικά με τα προσόντα και τις δεξιότητες που θεωρούν οι ίδιοι ότι διαθέτουν. Την έρευνα σχεδίασε η H+K Strategies και έτρεξε online η LMG σε συνεργασία με τη Focus Bari στο πρώτο σκέλος και με online πλατφόρμα στο δεύτερο.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, εξετάστηκε το πώς βλέπουν οι εργοδότες τις δεξιότητες των υποψηφίων, κατά πόσο θεωρούν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα προσφέρει τα κατάλληλα εφόδια στα αυριανά στελέχη, ενώ, επίσης, αναδείχθηκαν και προτάσεις των εργοδοτών για καλύτερη προετοιμασία των υποψηφίων από το εκπαιδευτικό σύστημα. Από πλευράς υποψηφίων, διερευνήθηκαν η εργασιακή εμπειρία και η εργασιακή κατάσταση, η τάση για αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό, αλλά και η άποψη των εργαζομένων/υποψηφίων σχετικά με το κατά πόσο διαθέτουν τις δεξιότητες που αναζητά η αγορά εργασίας.
Ανάμεσα στα δύο κοινά – εργαζόμενους και εταιρείες- παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις σχετικά με τα προσόντα που θεωρούν ότι διαθέτουν σήμερα οι εργαζόμενοι/υποψήφιοι. Οι εργαζόμενοι/υποψήφιοι θεωρούν ότι διαθέτουν τα προσόντα που απαιτεί η σύγχρονη αγορά εργασίας σε σημαντικά υψηλότερο βαθμό απ’ ό,τι το πιστεύουν οι επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, όσον αφορά την «ευελιξία & προσαρμοστικότητα», υπάρχει διαφορά της τάξεως των 26 ποσοστιαίων μονάδων, ενώ στη «δημιουργικότητα» η διαφορά φτάνει τις 37 μονάδες. Παράλληλα, το 34% των εργοδοτών πιστεύει ότι οι δεξιότητες των εργαζομένων στην εταιρεία τους δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της επιχείρησης, ενώ υπάρχει και ένα μικρό ποσοστό (2%) το οποίο θεωρεί πως δεν υπάρχει καμία σχετική αντιστοιχία.
Τα στελέχη, για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς εργασίας, θα πρέπει, σύμφωνα πάντα με τις επιχειρήσεις, να διαθέτουν συνδυασμό δεξιοτήτων. Πέραν από τα τυπικά προσόντα, στα οποία εντάσσεται και η χρήση νέων τεχνολογιών, η συνεχής ενημέρωση και εκπαίδευση αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο. Το 90% των εταιρειών που συμμετείχε στην έρευνα, θεωρεί πως όλοι οι υποψήφιοι -ανεξαρτήτως ειδικότητας- είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχουν διάθεση για μάθηση. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ανάγκη των σύγχρονων εταιρειών για διαρκώς ενημερωμένα και εκπαιδευμένα στελέχη, προκειμένου να παραμένουν ανταγωνιστικές στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον όπου δραστηριοποιούνται. Ακολουθούν χαρακτηριστικά, όπως η εργατικότητα (87%), η ομαδικότητα (84%), η ευελιξία (82%) και η γνώση χρήσης νέων τεχνολογιών (73%).
Η έρευνα αναδεικνύει αποκλίσεις μεταξύ των δεξιοτήτων που απαιτούν οι σύγχρονες εταιρείες και εκείνων που επιδεικνύουν οι σύγχρονοι υποψήφιοι. Ειδικότερα, μεγαλύτερες αποκλίσεις εμφανίζονται σε δεξιότητες, όπως η ανάληψη πρωτοβουλιών, η οποία αξιολογείται από το 67% των συμμετεχόντων από απολύτως απαραίτητη έως αρκετά σημαντική για τις θέσεις εργασίας στην εταιρεία τους, αλλά μόνο το 44% των συμμετεχόντων δηλώνει πως οι υποψήφιοι που διεκδίκησαν τις θέσεις αυτές διέθεταν πράγματι το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό σε ικανοποιητικό βαθμό. Επίσης, οι εργοδότες δεν φαίνεται να είναι ικανοποιημένοι από την ικανότητα των σύγχρονων υποψηφίων στην επίλυση σύνθετων προβλημάτων. Μόνο το 46% θεωρεί πως οι υποψήφιοι διαθέτουν την ικανότητα αυτή, ενώ για το 76% των εργοδοτών είναι και αυτό ένα απαραίτητο ή πολύ σημαντικό προσόν. Μία ακόμα μεγάλη απόκλιση παρουσιάζεται όσον αφορά στην ευελιξία και προσαρμοστικότητα των υποψηφίων. Ως χαρακτηριστικό κρίνεται από απαραίτητο έως αρκετά σημαντικό από το 94% των επιχειρήσεων που συμμετείχε στην έρευνα, ενώ μόνο το 66% θεωρεί πως οι υποψήφιοι έχουν τη συγκεκριμένη δεξιότητα στον επιθυμητό βαθμό.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι 7 στους 10 εκπροσώπους επιχειρήσεων θεωρούν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα σήμερα δεν εφοδιάζει τους νέους υποψηφίους με τα προσόντα και τις δεξιότητες που έχει ανάγκη η αγορά, ενώ 1 στους 2 θεωρεί πως η πρακτική σε πραγματικές συνθήκες εργασίας, η στενή συνεργασία μεταξύ των εκπροσώπων εκπαίδευσης και των επιχειρήσεων και η εξοικείωση των σπουδαστών με πρακτικές των εταιρειών είναι απαραίτητες, ώστε οι νέοι υποψήφιοι να προετοιμάζονται καλύτερα για την επιτυχημένη είσοδό τους στην αγορά εργασίας, μετά το τέλος των σπουδών τους.
Από πλευράς εργαζομένων, αξίζει να σημειωθεί ότι πάνω από το 50% των ερωτώμενων έχει βρεθεί τουλάχιστον μία φορά εκτός αγοράς εργασίας, ενώ 1 στους 5 χρειάστηκε έναν χρόνο ή και περισσότερο, για να βρει άλλη θέση εργασίας.
Όσον αφορά στο ποιες δεξιότητες θεωρούν οι εργαζόμενοι/υποψήφιοι πως διαθέτουν και ποιες θεωρούν πως έχει ανάγκη η σύγχρονη αγορά εργασίας, εμφανίζονται αποκλίσεις στο εργασιακό ήθος (15 μονάδες) και τις μαθηματικές γνώσεις (10 μονάδες), προσόντα που οι υποψήφιοι αξιολογούν πως έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που έχει ανάγκη η αγορά εργασίας. Οι τεχνικές γνώσεις, η εργασιακή εμπειρία και οι ειδικές ψηφιακές γνώσεις, παρουσιάζουν, επίσης, αποκλίσεις, με τους υποψηφίους να θεωρούν πως αυτά είναι τα αδύναμα σημεία τους (10, 13 και 29 μονάδες αντίστοιχα).